καταπισσόω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(2b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταπισσόω:''' атт. [[καταπιττόω]]<br /><b class="num">1)</b> покрывать смолой, осмаливать (τινα Arph.);<br /><b class="num">2)</b> осмаливать и поджигать, сжигать на медленном огне (вид казни) (ἐὰν ἀδικῶν [[ἄνθρωπος]] ἀνασταυρωθῇ ἢ καταπιττωθῇ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> чернить, хулить (τινα Arph.).
|elrutext='''καταπισσόω:''' атт. [[καταπιττόω]]<br /><b class="num">1)</b> покрывать смолой, осмаливать (τινα Arph.);<br /><b class="num">2)</b> осмаливать и поджигать, сжигать на медленном огне (вид казни) (ἐὰν ἀδικῶν [[ἄνθρωπος]] ἀνασταυρωθῇ ἢ καταπιττωθῇ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> чернить, хулить (τινα Arph.).
}}
{{elnl
|elnltext=καταπισσόω Ion. voor καταπιττόω.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπισσόω Medium diacritics: καταπισσόω Low diacritics: καταπισσόω Capitals: ΚΑΤΑΠΙΣΣΟΩ
Transliteration A: katapissóō Transliteration B: katapissoō Transliteration C: katapissoo Beta Code: katapisso/w

English (LSJ)

Att. καταπιττόω,

   A cover with pitch, as was done to winejars, etc., Cratin.189 (Pass.), Ar.Ec.1109, Gal.17(2).164: metaph., paint black, opp. καταχρυσόω (in v. 826), κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar.Ec.829.    II tar and burn (as a punishment), Heraclid. Pont. ap. Ath.12.524a:—Pass., Pl.Grg.473c.

German (Pape)

[Seite 1370] att. -πιττόω, verpichen, mit Pech bestreichen; ζῶσαν καταπιττώσαντες Ar. Eccl. 1109; bei Plat. Gorg. 473 c = mit Pech bestreichen und verbrennen; vgl. Ath. XII, 524 a. – Uebertr., κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar. Eccl. 829, anschwärzen.

Greek (Liddell-Scott)

καταπισσόω: Ἀττ. -ττόω, καλύπτω, διὰ πίσσης, πισσώνω, ὡς ἔπραττον εἰς τὸν περιέχοντα τὸν οἶνον πήλινα ἀγγεῖα, κτλ. ὅπως ἀποκλείωσι τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 17· (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἐκκλ.- μεταφ., χρωματίζω μὲ μέλαν χρῶμα, μαυρίζω, ἀντίθετον τῷ καταχρυσόω, (ἐν στίχ. 826)· κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην αὐτόθι 829. ΙΙ. ἀλείφω μὲ πίσσαν καὶ καίω, πρὸς τιμωρίαν, Ἡρακλ. παρ’ Ἀθην. 524Α.- Παθ., Πλάτ. Γοργ. 473C· ἴσως ὡς τὸ Λατ. tunica molesta, πρβλ. Routh. ἐν τόπῳ (ὃν ἀναφέρει: Stallbaum), ἔνθα συνάπτεται μετὰ τοῦ στρεβλοῦσθαι, ἐκτέμνεσθαι, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάεσθαι, πολλαχῶς λωβᾶσθαι καὶ ἀνασταυροῦσθαι· ἔτι ἀλείφω μὲ πίσσαν τὸ δέρμα, ἵνα ἀποτιλθῶσιν αἱ τρίχες καὶ τὸ σῶμα κορασιῶδες φαίνηται, οἷον ἦτο τὸ ἔργον τῶν παρατιλτριῶν (πρβλ. πιττοκόπος)· καταπιττοῦσι σφᾶς καὶ τὰς τρίχας τοῖς ἀνασπῶσι πάντα τρόπον παρέχουσιν Κλήμ. Ἀλεξ. Παιδ. 3, 261.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enduire de poix, acc..
Étymologie: κατά, πισσόω.

Greek Monotonic

καταπισσόω: Αττ. -ττόω, μέλ. -ώσω, καλύπτω με πίσσα, αλείφω με πίσσα και καίω (ως τιμωρία), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταπισσόω: атт. καταπιττόω
1) покрывать смолой, осмаливать (τινα Arph.);
2) осмаливать и поджигать, сжигать на медленном огне (вид казни) (ἐὰν ἀδικῶν ἄνθρωπος ἀνασταυρωθῇ ἢ καταπιττωθῇ Plat.);
3) чернить, хулить (τινα Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπισσόω Ion. voor καταπιττόω.