ἐσχαρίς: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐσχαρίς:''' ίδος ἡ очаг, жаровня Plut. | |elrutext='''ἐσχαρίς:''' ίδος ἡ очаг, жаровня Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐσχᾰρίς, ίδος [[ἐσχάρα]]<br />a pan of coals, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A brazier, Alex.250, Plu.Crass.16, etc. ; ἐ. χρυσῆ CIG2859 (Branchidae) ; ἐ. ἀργυρᾶ IG12(8).51.22 (Imbros, ii B.C.) ; used in fishing by night. Ael.NA2.8.
German (Pape)
[Seite 1045] ίδος, ἡ, Kohlenbecken, Räucherpfanne, Alexis bei Ath. XIV, 642 f; Plut. Poplic. 17, öfter, u. a. Sp.; vgl. noch Ael. N. A. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ, μικρὸν πύραυνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Πλουτ. Κράσσ. 16, κτλ.· ἐσχ. χρυσῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 2859· εἶδος φανοῦ ἐν χρήσει πρὸς ἁλιείαν κατὰ τὴν νύκτα, «πυροφάνι», τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς Αἰλ. π. Ζ. 2. 8, ἴδε τὴν λ. ἰπνὸς ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
brasier pour la pêche de nuit (~lamparo).
Étymologie: ἐσχάρα.
Greek Monolingual
ἐσχαρίς, ἡ (Α) εσχάρα
1. μικρό πύραυνο, μαγκάλι
2. είδος φανού που χρησιμοποιείται για ψάρεμα τη νύκτα, πυροφάνι.
Greek Monotonic
ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ (ἐσχάρα), μαγκάλι με κάρβουνα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐσχαρίς: ίδος ἡ очаг, жаровня Plut.
Middle Liddell
ἐσχᾰρίς, ίδος ἐσχάρα
a pan of coals, Plut.