φαρμακίς: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φαρμᾰκίς:''' ίδος ἡ колдунья, ворожея, чародейка Arph., Dem., Arst., Luc.
|elrutext='''φαρμᾰκίς:''' ίδος ἡ колдунья, ворожея, чародейка Arph., Dem., Arst., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φαρμᾰκίς, ίδος, [fem. of [[φαρμακεύς]]<br />a [[sorceress]], [[witch]], Lat. [[venefica]], Ar., Dem.
}}
}}

Revision as of 02:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκίς Medium diacritics: φαρμακίς Low diacritics: φαρμακίς Capitals: ΦΑΡΜΑΚΙΣ
Transliteration A: pharmakís Transliteration B: pharmakis Transliteration C: farmakis Beta Code: farmaki/s

English (LSJ)

ίδος, fem. of φαρμακεύς,

   A sorceress, witch, D.25.79, Arist.HA577a13, A. R.4.53:— as Adj., γυνὴ φ. Ar.Nu.749; irreg. Sup., φαρμακιστόταται γυναικῶν J.AJ17.4.1, cf. Suid. s.v. Μήδεια.    II fem. Adj., poisonous, venomous, σαύρα Nic.Al.538.

German (Pape)

[Seite 1256] ίδος, ἡ, fem. zu φαρμακεύς, 1) Zaubrerinn, Giftmischerinn; γυνή Ar. Nubb. 739; Dem. 25, 79; Ep. ad. 113 (V, 205) u. a. sp. D. – 2) als fem. adj. giftig, Nic. Al. 551.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκίς: -ίδος, θηλ. τοῦ φαρμακεύς, γόησσα, μάγισσα, Λατ. venefica, Ἀριστοφ. Νεφ. 749, Δημ. 793. 27, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 18· πρβλ. φαρμάκεια, φαρμακείᾱ 2. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθετ., δηλητηριώδης, ἰοβόλος, σαύρα Νικ. Ἀλεξιφ. 551.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui manie du poison ; ἡ φαρμακίς magicienne, sorcière.
Étymologie: φάρμακον.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μάγισσα
2. (με σημ. επιθ.) δηλητηριώδης
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «φαρμακὶς... καὶ εἶδος φαρμάκου»
β) «φαρμακὶς... ἢ ἀκρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ἀνθρακ-ίς)].

Greek Monotonic

φαρμᾰκίς: -ίδος, θηλ. του φαρμακεύς, γόησσα, μάγισσα, γητεύτρια, Λατ. venefica, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκίς: ίδος ἡ колдунья, ворожея, чародейка Arph., Dem., Arst., Luc.

Middle Liddell

φαρμᾰκίς, ίδος, [fem. of φαρμακεύς
a sorceress, witch, Lat. venefica, Ar., Dem.