κυκλιάς: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κυκλιάς:''' άδος (ᾰδ) adj. кругообразный, круглый (τυροί Anth.). | |elrutext='''κυκλιάς:''' άδος (ᾰδ) adj. кругообразный, круглый (τυροί Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυκλιάς, -άδος [κύκλος] als adj., rond. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 1 January 2019
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ,
A round, τυροὶ κυκλιάδες AP6.299 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1526] άδος, ἡ, kreisförmig, τυροὶ κυκλιάδες, runde Käse, Phani. 5 (VI, 299).
Greek (Liddell-Scott)
κυκλιάς: ὁ, ἡ, στρογγύλος, τυροὶ κυκλιάδες Ἀνθ. Π. 6. 299, πρβλ. Ἰακ. σ. 201.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
rond.
Étymologie: κύκλος.
Greek Monolingual
κυκλιάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α) κύκλιος
αυτός που έχει κυκλικό σχήμα.
Greek Monotonic
κυκλιάς: ὁ, ἡ (κύκλος), στρογγυλός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κυκλιάς: άδος (ᾰδ) adj. кругообразный, круглый (τυροί Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλιάς, -άδος [κύκλος] als adj., rond.