κατατιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(2b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατατιτρώσκω:''' (aor. κατέτρωσα) покрывать ранами, ранить (τινὰ λίθοις καὶ τοξεύμασι Xen.; ἑαυτόν Plut.).
|elrutext='''κατατιτρώσκω:''' (aor. κατέτρωσα) покрывать ранами, ранить (τινὰ λίθοις καὶ τοξεύμασι Xen.; ἑαυτόν Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τιτρώσκω verwonden.
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατιτρώσκω Medium diacritics: κατατιτρώσκω Low diacritics: κατατιτρώσκω Capitals: ΚΑΤΑΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: katatitrṓskō Transliteration B: katatitrōskō Transliteration C: katatitrosko Beta Code: katatitrw/skw

English (LSJ)

   A wound, X.An.3.4.26; λίθοις καὶ τοξεύμασι ib.4.1.10; ἑαυτόν D.L.1.60, cf. Plb.33.9.6, Plu.Sol.30, etc.:—Pass., Id.Caes.66: metaph., πάθη κ. τινάς Ph.1.299; κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς ἐκ νοσημάτων Id.1.156.    2 open an abscess, ἔμπλαστρος -σκουσα Aët.15.17.

Greek (Liddell-Scott)

κατατιτρώσκω: μέλλ. -τρώσω, κατατραυματίζω, κατακαλύπτω τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι αὐτόθι 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)

French (Bailly abrégé)

ao. κατέτρωσα;
couvrir de blessures.
Étymologie: κατά, τιτρώσκω.

Greek Monolingual

κατατιτρώσκω (AM)
(επιτ. τ. του τιτρώσκω) κατατραυματίζω, πληγώνω θανάσιμα
μσν.
1. μτφ. προκαλώ έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «πληγώνω»
2. τσιμπώ, αγκυλώνω με μυτερό αντικείμενο
αρχ.
προξενώ απόστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τιτρώσκω «πληγώνω»].

Greek Monotonic

κατατιτρώσκω: μέλ. -τρώσω, πληγώνω καίρια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατατιτρώσκω: (aor. κατέτρωσα) покрывать ранами, ранить (τινὰ λίθοις καὶ τοξεύμασι Xen.; ἑαυτόν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τιτρώσκω verwonden.