ἐθάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐθάς:''' άδος adj. привыкший, приученный (τινος Thuc., Plut.): πολλῶν ἀγώνων ἐθάδες Plut. закаленные в многих битвах.
|elrutext='''ἐθάς:''' άδος adj. привыкший, приученный (τινος Thuc., Plut.): πολλῶν ἀγώνων ἐθάδες Plut. закаленные в многих битвах.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐθάς]], άδος, [[ἔθος]]<br />[[customary]], [[accustomed]] to a [[thing]], c. gen., Thuc., Plut.
}}
}}

Revision as of 13:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθάς Medium diacritics: ἐθάς Low diacritics: εθάς Capitals: ΕΘΑΣ
Transliteration A: ethás Transliteration B: ethas Transliteration C: ethas Beta Code: e)qa/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος)

   A accustomed, ἐ. γενέσθαι Hp.Mul.1.12; ἐ. γενέσθαι τινός Th.2.44; εῖναι Plu.Oth.5; of persons, familiar, Philostr. VA8.30: c. dat., τῇ νούσῳ Hp.Morb.Sacr.12, cf. Opp.H.5.499.    II of things, customary, usual, νοῦσοι ἐ. ἀπὸ νεότητος Hp.Mul.2.125; ἡδονή Ph.1.316.    III tame, Them.Or.22.273c.

German (Pape)

[Seite 717] άδος, gewohnt, τινός, an Etwas, Hippocr., Thuc. 2, 44 u. Sp.; τοῦ κάμνειν ἐθάδες ὄντες Plut. Oth. 5; selten τινί, Hippocr. – Bei Themist. or. 22 p. 273 d = zahm; B. A. p. 245 συνήθης, φίλος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος) συνειθισμένος, Ἱππ. 597. 2· ἐθ. γενέσθαι τινὸς Θουκ. 2, 44, προβλ. Πλουτ. Ὄθωνα 5· ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ἱππ. περὶ Ἱερῆς Νόσου 307. 46, Ὀππ. Ἁλ. 5. 499. ΙΙ. συνήθης, Ἱππ. 645. 32. ΙΙΙ. ἥμερος, Θεμίστ. 273 Δ.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
habitué à, gén..
Étymologie: ἔθω.

Spanish (DGE)

-άδος
I de animados
1 acostumbrado, habituado de pers. y asimilados, pred. πρὶν ἢ ἐθάδες γίνωνται (αἱ μῆτραι) hasta que se habitúe el útero Hp.Mul.1.12, cf. 2.162, c. gen. λύπη ... οὗ ἂν ἐ. γενόμενος ἀφαιρεθῇ pena por aquello que le es arrebatado después de haberse acostumbrado Th.2.44, πολεμικῶν ἀγώνων Plu.2.8d, μιᾶς ... διαίτης Plu.2.342a, c. dat. ἐθάδες εἰσὶ τῇ νούσῳ están habituados a la enfermedad Hp.Morb.Sacr.12.
2 habituado, domesticado o doméstico de anim. (τῶν περιστερῶν) αἱ ἐθάδες Them.Or.22.273c, cf. Hdn.Philet.50, ἀλεκτρύονες καὶ ἐθάδες ὄρνιθες Cat.Cod.Astr.11(2).181.2
c. dat. enseñado, amaestrado ἀγρευτῆρι κύων ἐ. ὀτρύνοντι Opp.H.5.499, cf. Tz.H.4.287.
II esp. de cosas y abstr. habitual, frecuente ἐθάδες ἀπὸ νεότητος αἱ νοῦσοι Hp.Mul.2.125 (ap. crít.), ἡδονή Ph.1.316, τρόποι Eust.1370.14
subst. οἱ ἄγαν ἐθάδες los muy habituales, familiarmente conocidos para unos perros guardianes, Philostr.VA 8.30.

• Etimología: Deriv. de *su̯edhn̥-, cf. ἔθνος.

Greek Monolingual

ἐθάς, ο, η (AM) έθος
1. οικείος, φίλος
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) συνηθισμένος
αρχ.
συνηθισμένος σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐθάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος), συνηθισμένος, μαθημένος, εξοικειωμένος με κάτι, με γεν., σε Θουκ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐθάς: άδος adj. привыкший, приученный (τινος Thuc., Plut.): πολλῶν ἀγώνων ἐθάδες Plut. закаленные в многих битвах.

Middle Liddell

ἐθάς, άδος, ἔθος
customary, accustomed to a thing, c. gen., Thuc., Plut.