βοηθητικός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βοηθητικός:''' <b class="num">1)</b> готовый оказать помощь (ἔν τινι Arst.; τοῖς πένησι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> несущий помощь, действенный (πρὸς τὰς καλὰς πράξεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> защищающий, ограждающий, предохраняющий (πρὸς τὰς ἀδικίας Arst.; πρὸς τὴν κολακείαν Plut.).
|elrutext='''βοηθητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> готовый оказать помощь (ἔν τινι Arst.; τοῖς πένησι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> несущий помощь, действенный (πρὸς τὰς καλὰς πράξεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> защищающий, ограждающий, предохраняющий (πρὸς τὰς ἀδικίας Arst.; πρὸς τὴν κολακείαν Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:39, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοηθητικός Medium diacritics: βοηθητικός Low diacritics: βοηθητικός Capitals: ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: boēthētikós Transliteration B: boēthētikos Transliteration C: voithitikos Beta Code: bohqhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ready or able to help, serviceable, τινί Arist. Rh.1374a24; τοῖς πένησι Plu.Sol.29; τῶν δεομένων Diotog. ap. Stob. 4.7.62; πρός τι so as to keep it off, Arist.Pol.1267a16; or towards promoting it, Id.HA515b9: Comp. -ώτερον, τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος ib. 608b15: Sup. -ώτατος Iamb.VP25.111.

German (Pape)

[Seite 451] zum Helfen bereit od. tüchtig, hülfreich; τινί Arist. rhet. 1, 13; Plut. Thes. 36 Sol. 29 u. öfter; πρός τι Arist. pol. 2, 4, 8.

Greek (Liddell-Scott)

βοηθητικός: -ή, -όν, ἕτοιμος ἢ ἱκανὸς νὰ βοηθήσῃ, ὠφέλιμος, χρήσιμος, τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12 · πρός τι, οὕτως ὥστε νὰ ἀποκρούσῃ αὐτό, ὁ αὐτ. Πολ. 2. 7, 13 · ἢ ὅπως ὑποβοηθήσῃ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 3. 5, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
secourable : τινι à qqn.
Étymologie: βοηθέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1dispuesto a ayudar, servicial de pers. y anim., c. dat. τοῖς φίλοις Arist.Rh.1374a24, τοῖς πένησι Plu.Sol.29, βοηθητικώτερον ... τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος Arist.HA 608b15
c. gen. de cosa τῶν δεομένων Diotog.p.75
no de pers. eficaz, útil πρὸς τὰς μικρὰς ἀδικίας contra las pequeñas injusticias Arist.Pol.1267a16, πρὸς τὴν ἰσχὺν para tener fuerza Arist.HA 515b9, πρὸς ἀθυμίας de la música, Iambl.VP 111.
2 subst. τὰ βοηθητικά honorarios del βοηθός o asistente del funcionario egipcio llamado πολιτευόμενος PMich.624.5 (VI d.C.).
II adv. -ῶς con ánimo de ayudar Eust.708.42.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βοηθητικός, -ή, -όν) βοηθώ
κατάλληλος ή ικανός να βοηθήσει
νεοελλ.
1. εκείνος που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα σημασία
2. το αρσ. ως ουσ. ο βοηθητικός
ο στρατιώτης που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους αλλά εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες
3. γραμμ. «βοηθητικά ρήματα» — όσα χρησιμεύουν για σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων όλων των άλλων ρημάτων (π.χ. έχω γράψει, είμαι γραμμένος).

Russian (Dvoretsky)

βοηθητικός:
1) готовый оказать помощь (ἔν τινι Arst.; τοῖς πένησι Plut.);
2) несущий помощь, действенный (πρὸς τὰς καλὰς πράξεις Arst.);
3) защищающий, ограждающий, предохраняющий (πρὸς τὰς ἀδικίας Arst.; πρὸς τὴν κολακείαν Plut.).