ἁπαξάπας: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(1)
(1a)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁπαξάπας:''' πασα, παν весь в целом, весь целиком: [[εὑρών]] ἁπαξάπαντα κατακεκλῃμένα Arph. найдя все решительно запертым.
|elrutext='''ἁπαξάπας:''' πασα, παν весь в целом, весь целиком: [[εὑρών]] ἁπαξάπαντα κατακεκλῃμένα Arph. найдя все решительно запертым.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=all at [[once]], [[mostly]] in pl., Ar.
}}
}}

Revision as of 16:20, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 279] , bes. im plur., alle auf einmal, zusammen, Ar. Pl. 111 u. öfter, wie a. com.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπαξάπᾱς: ᾱσα, ᾰν, ὅλος, η, ον ὁμοῦ ἢ διὰ μιᾶς, ὁλόκληρος, περιτρέχων τὴν γὴν ἁπαξάπασαν, ὁλόκληρον, ὅλην διὰ μιᾶς, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1· ἡμέρα ἁπ. Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· ἁπαξάπαν Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 16: - τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἀριθ., πάντες ἄνευ ἐξαιρέσεως, μὰ Δί’, ἀλλ’ ἁπαξάπαντες Ἀριστοφ. Πλ. 111, εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλειμένα, πάντα ἀνεξαιρέτως, αὐτόθι 206, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ασα, αν;
tout entier ; pl. tous en une fois, tous ensemble.
Étymologie: ἅπαξ, ἅπας.

Spanish (DGE)

(ἁπαξάπᾱς) -ᾱσα, -ᾰν

• Prosodia: [-ξᾰ-]
1 todo entero περιτρέχων τὴν γῆν ἁπαξάπασαν Hermipp.4.3 (cj.), ἡμέρα Stratt.36.2, τιμή Phld.Mort.23, ἁπαξάπαν Xenarch.7.16.
2 en plu. todos juntos, todos en conjunto Ar.Pl.111, PMerton 43.8 (V d.C.)
en gener. εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλεισμένα encontrando todo bien cerrado Ar.Pl.206.

Greek Monotonic

ἁπαξάπᾱς: [ξᾰ], -ᾱσα, -ᾰν, ολόκληρος μεμιάς, κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἁπαξάπας: πασα, παν весь в целом, весь целиком: εὑρών ἁπαξάπαντα κατακεκλῃμένα Arph. найдя все решительно запертым.

Middle Liddell

all at once, mostly in pl., Ar.