ἀργυρικός: Difference between revisions
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀργῠρικός:''' уплачиваемый серебром, денежный ([[ζημία]] Diod., Plut.). | |elrutext='''ἀργῠρικός:''' уплачиваемый серебром, денежный ([[ζημία]] Diod., Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἄργυρος]]<br />of, for or in [[silver]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of, for, or in money: φόρος cash rental, AJA16.13 (Sardes, iv B.C.); ἀργυρικά, τά, taxes paid in money, ἀργυρικῶν πράκτωρ, πρακτορεία, BGU15 i 13 (ii A.D.), PLond.2.306 (ii A.D.); ζημίαι ἀ. IG22.1028.81 (i B.C.), cf. D.S.12.21, Plu.Sol.23; τέλος Str.11.13.8, cf. PRyl.133.16 (i A.D.), etc. Adv. ἀργυρικῶς ἢ σωματικῶς κολασθήσονται OGI664.17 (Egypt, i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρικός: -ή, -όν, χρηματικός, ἀργυρικὴ ζημία, χρηματικὸν πρόστιμον, Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’argent, pécuniaire.
Étymologie: ἄργυρος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que cuesta dinero, por dinero op. a gratuito ἀργυρικὸν σφόδρα πλούσίον ἀγῶνα Timae.45, δείξεις D.L.4.38.
2 consistente en dinero, pecuniario φόρος Sardis 1.1.12 (IV a.C.), PSarap.23.8 (II d.C.), 27.23 (II d.C.), τίμημα D.H.2.10, τελέσματα ITemple of Hibis 4.41 (I d.C.), PPetaus 17.30 (II d.C.), PN.York 20.14 (IV d.C.), cf. PCair.Isidor.103.14 (IV d.C.), τέλος Str.11.13.8, ζημία D.H.10.35, IG 22.1028.81 (I a.C.), LXX 1Es.8.24, D.S.12.21, Plu.Sol.23
•subst. τὰ ἀργυρικά tributos pagados en dinero πράκτωρ ἀργυρικῶν BGU 15.1.13 (II d.C.), PLond.306.5 (II d.C.), PMil.Vogl.237.5 (III d.C.), cf. PLeit.5.5 (II d.C.), PWarren 7.13 (IV d.C.), PN.York 21.12 (III/IV d.C.).
3 referente al dinero λόγος ἀργυρικός estado de cuentas, balance, POxy.474.17, 33 (II d.C.), PFlor.77.7 (III d.C.).
4 que contiene dinero ἀργυρικόν γραμματεῖον cofre para el dinero Hsch.s.u. ἀργυροθήκη.
5 de plata δραχμαί PMil.Vogl.241.4 (II d.C.), [μνᾶ] anón. en POxy.3455.45.
II adv. -ῶς pecuniariamente ἢ ἀ. ἢ σωματικῶς κολασθήσεται IFayoum 75.17 (I d.C.).
Greek Monolingual
ἀργυρικός, -ή, -όν (Α) αργύριον
ο χρηματικός («ἀργυρική ζημία» — χρηματικό πρόστιμο).
Greek Monotonic
ἀργῠρικός: -ή, -όν (ἄργυρος), αυτός που προέρχεται ή προορίζεται να κοπεί σε ασήμι, ο χρηματικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρικός: уплачиваемый серебром, денежный (ζημία Diod., Plut.).