ὀμοργάζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀμοργάζω:''' HH = [[ὀμόργνυμι]].
|elrutext='''ὀμοργάζω:''' HH = [[ὀμόργνυμι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀμοργάζω]], = [[ὀμόργνυμι]]<br />to [[wipe]] off, 3rd sg. imperf. ὠμόργαζε Hhymn.
}}
}}

Revision as of 04:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμοργάζω Medium diacritics: ὀμοργάζω Low diacritics: ομοργάζω Capitals: ΟΜΟΡΓΑΖΩ
Transliteration A: omorgázō Transliteration B: omorgazō Transliteration C: omorgazo Beta Code: o)morga/zw

English (LSJ)

   A = ὀμόργνυμι, wipe off, ὠμόργαζε h.Merc.361 (cj. Ilgen for ὡμάρταζε).

German (Pape)

[Seite 339] = ὀμόργνυμι, H. h. Merc. 351, nach Ilgen's Emend. ὠμόργαζε für ὡμάρταζε.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμοργάζω: ὀμόργνυμι, ἀποσπογγίζω, ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.

French (Bailly abrégé)

c. ὀμόργνυμι.

Greek Monolingual

ὀμοργάζω (Α)
σφουγγίζω, σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀμοργ- του ὀμόργνυμι + κατάλ. -άζω].

Greek Monotonic

ὀμοργάζω: = ὀμόργνυμι, σκουπίζω, σφουγγίζω, γʹ ενικ. παρατ. ὠμόργαζε, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ὀμοργάζω: HH = ὀμόργνυμι.

Middle Liddell

ὀμοργάζω, = ὀμόργνυμι
to wipe off, 3rd sg. imperf. ὠμόργαζε Hhymn.