ἐξανασπάω: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξανασπάω:''' <b class="num">1)</b> вытаскивать, выдергивать (ἐλάτην χθονός Eur.);<br /><b class="num">2)</b> стаскивать, срывать (πόλιν βάθρων Eur.; ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Her.). | |elrutext='''ἐξανασπάω:''' <b class="num">1)</b> вытаскивать, выдергивать (ἐλάτην χθονός Eur.);<br /><b class="num">2)</b> стаскивать, срывать (πόλιν βάθρων Eur.; ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Her.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. άσω<br />to [[tear]] [[away]] from, Hdt., Eur.: to [[tear]] up from, χθονός Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 9 January 2019
English (LSJ)
A tear away from, ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.85; βάθρων E. Ph.1132: tear up from, [ἐλάτην] χθονός Id.Ba.1110.
German (Pape)
[Seite 868] (s. σπάω), heraus- u. emporziehen, τινός, aus Etwas, Eur. Phoen. 1139 Bacch. 1108; ἐκ τῶν βάθρων Her. 5, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανασπάω: μέλλ. -άσω, ἐξάγω τι βιαίως ἐκ τῆς ἑαυτοῦ θέσεως, τὰ ἀγάλματα... ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Ἡρόδ. 5. 85· μοχλοῖσιν ἐξανασπάσας βάθρων Εὐρ. Φοίν. 1132· ἀποσπῶ ἔκ τινος, ἐκριζόω, «ξερριζώνω», αἱ δὲ (μαινάδες) μυρίαν χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονὸς ὁ αὐτ. Βάκχ. 1110.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tirer du fond de : ἔκ τινος du fond de qch.
Étymologie: ἐξ, ἀνασπάω.
Spanish (DGE)
arrancar, extirpar c. gen. o ἐκ y gen. τὰ ἀγάλματα ... ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Hdt.5.85, πόλιν ... ἐξανασπάσας βάθρων E.Ph.1132, (ἐλάτην) ἐξανέσπασαν χθονός E.Ba.1110.
Greek Monotonic
ἐξανασπάω: μέλ. -άσω [ᾰ], αποσπώ, ξεκολλώ από, σε Ηρόδ., Ευρ.· κομματιάζω, ξερριζώνω από, χθονός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανασπάω: 1) вытаскивать, выдергивать (ἐλάτην χθονός Eur.);
2) стаскивать, срывать (πόλιν βάθρων Eur.; ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Her.).
Middle Liddell
fut. άσω
to tear away from, Hdt., Eur.: to tear up from, χθονός Eur.