ὑπόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπόχρῡσος:''' <b class="num">1)</b> снизу или внутри золотой Plat.;<br /><b class="num">2)</b> раззолоченный, богатый ([[νεανίσκος]] Luc.).
|elrutext='''ὑπόχρῡσος:''' <b class="num">1)</b> снизу или внутри золотой Plat.;<br /><b class="num">2)</b> раззолоченный, богатый ([[νεανίσκος]] Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπό-χρῡσος, ον,<br />containing a [[mixture]] or [[proportion]] of [[gold]]: metaph. of persons, Plat.
}}
}}

Revision as of 02:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόχρῡσος Medium diacritics: ὑπόχρυσος Low diacritics: υπόχρυσος Capitals: ΥΠΟΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: hypóchrysos Transliteration B: hypochrysos Transliteration C: ypochrysos Beta Code: u(po/xrusos

English (LSJ)

ον,

   A containing a mixture or proportion of gold, γῆ Poll.3.87: metaph. of persons, Pl.R.415c; cf. ὑπάργυρος, etc.    II laden with gold, very rich, ἔμπορος Hld.2.8; νεανίσκος 'gilded youth', Luc.Tox.16.    III gleaming with gold, μῆλα Philostr.Im.1.31; gilded, Men.Epit.170; [δακτυλίους] σιδηροῦς ὑ. Inscr.Délos 298.33 (iii B. C.); κονδύλιον ὑ. ib.442 B61 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1240] worunter Gold ist, mit Gold vermischt, goldhaltig, Plat. Rep. III, 415 c; – unter Gold sitzend, sehr reich; ἔμπορος Heliod. 2, 8; Luc. Tox. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχρῡσος: -ον, ὁ περιέχων μῖγμαμέρος χρυσοῦ, γῆ Πολυδ. Γ΄, 87· μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 415C· νεανίσκος Λουκ. Τόξαρ. 16· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑπο-σίδηρος, -χαλκος· ΙΙ. πεφορτωμένος μὲ χρυσόν, ὑπερβαλλόντως πλούσιος, ἔμπορος Ἡλιόδ. 2. 8. ΙΙΙ. ὁ ἀπαστράπτων ἐκ χρυσοῦ, μῆλα Φιλόστρ. 809.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d’or, très riche.
Étymologie: ὑπό, χρυσός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόχρυσος, -ον, ΝΑ
1. επίχρυσος
2. αυτός που χρυσίζει
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χρυσό («γῆ ὑπόχρυσος», Πολυδ.)
2. ο υπερβολικά πλούσιος («ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκων τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χρυσός (πρβλ. ἐπί-χρυσος, περί-χρυσος)].

Greek Monotonic

ὑπόχρῡσος: -ον, αυτός που περιέχει μίγμα ή μέρος χρυσού· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχρῡσος: 1) снизу или внутри золотой Plat.;
2) раззолоченный, богатый (νεανίσκος Luc.).

Middle Liddell

ὑπό-χρῡσος, ον,
containing a mixture or proportion of gold: metaph. of persons, Plat.