ἐκγλύφω: Difference between revisions
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκγλύφω:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> выдалбливать: ἐξεγλυμμένος Plat. вогнутый;<br /><b class="num">2)</b> med. высиживать (ὄφεις ἐξεγλύψαντο τὰ ᾠά Plut.). | |elrutext='''ἐκγλύφω:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> выдалбливать: ἐξεγλυμμένος Plat. вогнутый;<br /><b class="num">2)</b> med. высиживать (ὄφεις ἐξεγλύψαντο τὰ ᾠά Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">I.</b> to [[scoop]] out: irr. perf. [[pass]]. [[ἐξέγλυμμαι]] Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[hatch]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῠ],
A scoop out, τὸν χόνδρον Meges ap.Orib.44.24.1 : pf. Pass. ἐξέγλυμμαι Pl.R.616d ; part. ἐκγεγλυμμένη Gal.18(2).618. II hatch, τὰ νεόττια Ael.NA2.33 :—Med., ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plu.TG17 :—also intr. in Act., τὰ ᾠὰ διὰ κά (sc. ἡμερῶν) ἐκγλύφει GP. 14.7.28.
German (Pape)
[Seite 755] 1) aushöhlen, ausmeißeln; σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Plat. Rep. X, 616 d; τυρὸς ἐξεγλυμμένος Eupol. E. M 311, 55. – 2) ausbrüten, τὰ νεόττια Ael. H. A. 2, 33; so auch im med., τὰ ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plut. Tib. Graech. 17. Vgl. ἐκκολάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγλύφω: ῠ, διακοιλαίνω, κοῖλον ποιῶ: ἀντὶ τοῦ ὁμαλοῦ πρκμ. ἐκγέγλυμαι, εὑρίσκομεν τὸν ἀνώμαλον ἐξέγλυμμαι ἐν Πλάτ. Πολ. 616D· πρβλ. κατεγλώττισμαι. ΙΙ. ἐκκολάπτω, «ξεπουλιάζω», τὰ νεόττια Αἰλ. π. Ζ. 2. 33· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Πλουτ. Τ. Γράκχ. 17· ἴδε Κόντ. ἐν Σωκράτει σ. 133.
French (Bailly abrégé)
casser l’œuf pour faire éclore;
Moy. ἐκγλύφομαι (ao. 3ᵉ pl. ἐξεγλύψαντο) m. sign.
Étymologie: ἐκ, γλύφω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1vaciar, ahuecar καὶ ἐάν τις ἐκγλύψας θῇ λίθον εἰς τὸ δένδρον Thphr.HP 5.2.4, ἐκγλύφειν κυαθίσκῳ μηλωτρίδος τὸν ἐγκείμενον ὄγκον Aët.7.82, en v. pas. τυρὸς ἐξεγλυμμένος queso agujereado Eup.361, σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Pl.R.616d, cf. Gal.4.95, Procl.in R.2.213, μία (κορώνη) ... καθάπερ ἐκγεγλυμμένη κατὰ τὸ μέσον αὐτοῦ τροχηλίᾳ παραπλησίως Gal.18(2).618
•cirug. legrar ἐξέγλυψεν ἡ φύσις ἑκατέρωθεν τὸ τοῦ βραχίονος ὀστοῦν Gal.4.429, τὸ χόνδρον Meges en Orib.44.21.1
•hacer salir del cascarón rompiéndolo τὰ νεόττια Ael.NA 2.33
•cascar, romper el cascarón τὰ ᾠὰ ἐκγλύφει (ἡ ὄρνις) Ael.NA 2.38, cf. Gp.14.7.28, en v. pas. Hsch.s.u. κροτητά.
2 tallar, grabar ἐπὶ δὲ τῆς τραπέζης μαίανδρον ἐξέγλυψαν I.AI 12.71, ἐκεῖνα (ζῷα) διὰ τῆς τορείας ἐκγλύφουσι τοῦ λίθου Gr.Nyss.Hom.in Cant.407.18, en v. pas. γράμμα CIRB 130.7 (II/I a.C.).
II en v. med. cascarse, abrirse καὶ ταῦτ' ἐξεγλύψαντο (τὰ ᾠά) Plu.TG 17.
Greek Monolingual
(AM ἐκγλύφω)
καθιστώ κάτι κοίλο με γλύφανο ή εκγλυφίδα
μσν.
φρ. «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ» — του έβγαλαν τα μάτια)
αρχ.
εκκολάπτω, ξεπουλιάζω.
Greek Monotonic
ἐκγλύφω: [ῠ], μέλ. -ψω·
I. σκαλίζω, κάνω κάτι κοίλο· ανώμ. Παθ. παρακ. ἐξέγλυμμαι, σε Πλάτ.
II. εκκολάπτω, κλωσσώ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκγλύφω: (ῠ)1) выдалбливать: ἐξεγλυμμένος Plat. вогнутый;
2) med. высиживать (ὄφεις ἐξεγλύψαντο τὰ ᾠά Plut.).
Middle Liddell
fut. ψω
I. to scoop out: irr. perf. pass. ἐξέγλυμμαι Plat.
II. to hatch, Plut.