τρυγῳδία: Difference between revisions
(4b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρῠγῳδία:''' ἡ Arph. = [[κωμῳδία]] (см. [[τρυγῳδός]]). | |elrutext='''τρῠγῳδία:''' ἡ Arph. = [[κωμῳδία]] (см. [[τρυγῳδός]]). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρυγῳδία -ας, ἡ [τρυγῳδός] droesem-zang, kom. woord voor komedie. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Com. word (with parody on τραγῳδία) for κωμῳδία, Ar.Ach.499,500 (variously expld. by Gramm.: either because the actors smeared their faces with
A lees (τρύξ) or because new wine was given as a prize, cf. Sch.adloc., Anon.Proll.Com. in CGFp.7 K., etc.; or because comedy was acted at the season of vintage (τρύγη), Ath. 2.40b).
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, Ἀριστοφ. Ἀχ. 499, 500, πρβλ. Βεντλ. εἰς Φαλαρ. σ. 296.
Greek Monolingual
ἡ, Α τρυγῳδός
κωμική λ. αντί της λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή του τρύγου.
Greek Monotonic
τρῠγῳδία: ἡ, = κωμῳδία, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρῠγῳδία: ἡ Arph. = κωμῳδία (см. τρυγῳδός).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυγῳδία -ας, ἡ [τρυγῳδός] droesem-zang, kom. woord voor komedie.