κυβεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῠβεῖον:''' τό игорный дом Aeschin. | |elrutext='''κῠβεῖον:''' τό игорный дом Aeschin. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κῠβεῖον, ου, τό, [[κυβεύω]]<br />a gaming-[[house]], Aeschin. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
τό,
A gaming-house, Aeschin.1.78.
German (Pape)
[Seite 1522] τό, ein Ort, wo man Würfel spielt; διημέρευεν ἐν τῷ κυβείῳ, οὗ ἡ τηλία τίθεται κα, τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσι, Aesch. 1, 53.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβεῖον: τό, κυβεύω κυβευτήριον, τόπος εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κύβος.
Greek Monolingual
κυβεῑον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια.
Greek Monotonic
κῠβεῖον: τό (κυβεύω), οίκος που παίζονται ζάρια, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
κῠβεῖον: τό игорный дом Aeschin.