συμπήγνυμι: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(nl) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμ-πήγνυμι, Att. ξυμπήγνυμι, aor. Dor. συνέπᾱξα act. en med., met acc. samenvoegen, in elkaar zetten, bouwen:. στέγασμα een bedekking Plat. Tim. 73d. act. met acc. ( caus. ) doen stollen, doen stremmen; pass. intrans. met perf. συμπέπηγα hard worden, stollen. | |elnltext=συμ-πήγνυμι, Att. ξυμπήγνυμι, aor. Dor. συνέπᾱξα act. en med., met acc. samenvoegen, in elkaar zetten, bouwen:. στέγασμα een bedekking Plat. Tim. 73d. act. met acc. ( caus. ) doen stollen, doen stremmen; pass. intrans. met perf. συμπέπηγα hard worden, stollen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπήγνῡμι:''' (fut. συμπήξω; дор. aor. [[συνέπαξα]]; pf. 2 в знач. pass. συμπέπηγα)<br /><b class="num">1)</b> сгущать, уплотнять ([[γάλα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> делать твердым: τὸ συμπαγὲν ἐκ δρόσου [[γενόμενον]] Plat. замерзшая роса;<br /><b class="num">3)</b> слаживать, складывать, строить (τάφον Eur.): σ. σύριγγα Theocr. мастерить свирель;<br /><b class="num">4)</b> сколачивать, сбивать (sc. ξύλα Plut.; τὸ [[ἅρμα]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
and συμπηγνύω (Arist.Resp. 472a34, Epicur.Nat.14.5):—
A put together, construct, frame, τάφον E. Supp.938; ψεύσταν λόγον Pi.N.5.29; στέγασμα Pl.Ti.73d; σύριγγα Theoc.8.23, etc.; τινὰ ἐξ ἄλλων Epicur.l.c.; τὴν οὐσίαν ἐκ . . Plu.2.1118e:—Med., construct for oneself, δίφρον Critias 2.11, cf. Luc. D Deor.25.3, Am.53; μηχανάς App.Mith.30. 2 Pass., with pf. 2 συμπέπηγα, to be compounded, Anaxag.4, Pl.Ti.46b; of the human frame, Hp.VM20, Them.Or.21.249c. II make solid, congeal, condense, Il.5.902 (v. sub ἐπείγω 111.2); σ. τὸ σῶμα Arist. l.c., cf. Pl. Ti.85d:—Pass., with pf. 2, become solid, to be condensed, ib.59e,81b,91b, etc.; of calculi in the bladder, Hp.Aë.9.
German (Pape)
[Seite 987] u. -πηγνύω (s. πήγνυμι), zusammenfügen, verbinden, fest, dicht machen; γάλα συνέπηξεν, er machte die Milch gerinnen, Il. 5, 902; συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29; συμπήξας τάφον, Eur. Suppl. 962; μετὰ τοῦ ψύχους ξυμπηγνύασι, Plat. Tim. 85 d; u. pass., wie das intr. perf. II. act., fest werden, gerinnen, μυελὸν ξυμπεπηγότα 91 a, τὸ ἐπὶ γῆς ξυμπαγέν 59 e, u. öfter, u. Sp., wie Luc. D. D. 25, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συμπήγνῡμι: καὶ -ύω· μέλλ. -πήξω. Πήγνυμι ὁμοῦ, συναρμόζω, κατασευάζω, τάφον Εὐρ. Ἱκέτ. 938· ψεύσταν λόγον Πινδ. Ν. 5. 53· στέγασμα Πλάτ. Τίμ. 73D· σύριγγα Θεόκρ. 8. 23, κτλ.· σ. τὴν οὐσίαν ἐκ..., Πλουτ. 2. 1118D. ― Μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, σ. δίφρον Κριτίας 1. 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 25. 3, Ἔρωτ. 53. 2) Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. συμπέπηγα, συντίθεμαι, σύγκειμαι, Ἀναξαγ. 4, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 46B· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. ΙΙ. ποιῶ τι στερεόν, συμπαγές, «πήζω» συμπυκνῶ, Ἰλ. Ε. 902 (ἴδε ἐν λέξ. ἐπείγω ΙΙΙ. 2)· σ. τὸ σῶμα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 85D· ― Παθ. μετὰ β΄ πρκμ., γίνομαι στερεός, συμπυκνοῦμαι, αὐτόθι 59E, 81B, 91A, κτλ.· ἐπὶ λιθαρίων ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286.
French (Bailly abrégé)
ao. συνέπηξα;
litt. ficher ou fixer ensemble ; assembler, construire ; faire coaguler;
Moy. συμπήγνυμαι construire pour soi, acc..
Étymologie: σύν, πήγνυμι.
Greek Monotonic
συμπήγνυμι: και -ύω, μέλ. -πήξω,
I. τοποθετώ στέρεα δίπλα δίπλα, συναρμόζω, συνδέω, κατασκευάζω, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., συναρμόζω, κατασκευάζω για τον εαυτό μου, σε Λουκ.
II. στερεώνω, κάνω κάτι συμπαγές, συμπυκνώνω, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πήγνυμι, Att. ξυμπήγνυμι, aor. Dor. συνέπᾱξα act. en med., met acc. samenvoegen, in elkaar zetten, bouwen:. στέγασμα een bedekking Plat. Tim. 73d. act. met acc. ( caus. ) doen stollen, doen stremmen; pass. intrans. met perf. συμπέπηγα hard worden, stollen.
Russian (Dvoretsky)
συμπήγνῡμι: (fut. συμπήξω; дор. aor. συνέπαξα; pf. 2 в знач. pass. συμπέπηγα)
1) сгущать, уплотнять (γάλα Hom.);
2) делать твердым: τὸ συμπαγὲν ἐκ δρόσου γενόμενον Plat. замерзшая роса;
3) слаживать, складывать, строить (τάφον Eur.): σ. σύριγγα Theocr. мастерить свирель;
4) сколачивать, сбивать (sc. ξύλα Plut.; τὸ ἅρμα Luc.).