περιλείχω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(nl) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιλείχω:''' <b class="num">1)</b> облизывать (τὰ βλέφαρα Arph.; τὸ [[τρύβλιον]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> слизывать (τὸν [[ῥύπον]] τινός Luc.). | |elrutext='''περιλείχω:'''<br /><b class="num">1)</b> облизывать (τὰ βλέφαρα Arph.; τὸ [[τρύβλιον]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> слизывать (τὸν [[ῥύπον]] τινός Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περι-λείχω aflikken. | |elnltext=περι-λείχω aflikken. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 9 January 2019
English (LSJ)
A lick all round, τὰ βλέφαρα Ar.Pl.736; Σοφοκλέους . . τὸ στόμα Id.Fr.581 ; of a parasite, πολλῶν . . λοπάδων τοὺς ἄμβωνας -λείξας having licked them clean, Eup.52 ; τὸ τρύβλιον Luc.Gall.14. II lick off, τι Arist.HA605a4; τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον Luc.Icar.30.
German (Pape)
[Seite 582] umlecken; τὰ βλέφαρα περιέλειχον, Ar. Plut. 736; τὸ στόμα τινός, vom Küssen, Philostr.; ablecken ringsum, ὅπως περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον, Luc. Icarom. 30.
Greek (Liddell-Scott)
περιλείχω: λείχω ὁλόγυρα, τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 736· Σοφοκλέους.. τὸ στόμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231· ἐπὶ παρασίτου, πολλῶν .. λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας, «ἀφ’ οὗ ἔγλειψε καλὰ καλὰ», Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 1· τὸ τρύβλιον Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14. ΙΙ. λείχω τι πανταχόθεν, λείχων ἀφαιρῶ, «τὸ δὲ ἱππομανὲς καλούμενον ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῖς πόλοις, αἱ δ’ ἵπποι περιλείχουσαι καὶ καθαίρουσαι ἀποτρώγουσιν αὐτὸ» Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 9· τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον Λουκ. Ἰκαρομέν. 50.
French (Bailly abrégé)
1 lécher tout autour, acc.;
2 ôter ou nettoyer en léchant, acc..
Étymologie: περί, λείχω.
Greek Monolingual
ΝΑ
γλείφω κάτι από παντού, γλείφω ολόγυρα
αρχ.
1. γλείφω καλά, γλείφω εντελώς
2. τρώω κάτι γλείφοντάς το.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λείχω «γλείφω»].
Greek Monotonic
περιλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω ολόγυρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περιλείχω:
1) облизывать (τὰ βλέφαρα Arph.; τὸ τρύβλιον Luc.);
2) слизывать (τὸν ῥύπον τινός Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-λείχω aflikken.