κακόχαρτος: Difference between revisions
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακόχαρτος -ον [κακός, χαίρω] genietend van ruzie. | |elnltext=κακόχαρτος -ον [κακός, χαίρω] genietend van ruzie. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰκό-χαρτος, ον [[χαίρω]]<br />[[rejoicing]] in men's ills, Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A rejoicing in evil, Ἔρις, ζῆλος, Hes.Op.28, 196, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1305] der sich über Anderer Unglück freu't, schadenfroh, Hes. O. 28. 193. Nach Andern auch = worüber sich Böse freuen.
Greek (Liddell-Scott)
κακόχαρτος: -ον, χαιρέκακος, χαίρων ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς, Ἔρις κακόχαρτος, «ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς κακοῖς, ἢ ἐν ᾗ χαίρουσιν οἱ κακοὶ» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 28. 194.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se réjouit du malheur d’autrui.
Étymologie: κακός, χαίρω.
Greek Monolingual
κακόχαρτος, -ον (Α)
αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, χαιρέκακος («Ἔρις κακόχαρτος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + χαρτός «αυτός που χαροποιεί» (< χαίρω)].
Greek Monotonic
κᾰκόχαρτος: -ον (χαίρω), αυτός που χαίρεται για τα ξένα βάσανα, χαιρέκακος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόχαρτος: радующийся чужому горю, злорадный Hes.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόχαρτος -ον [κακός, χαίρω] genietend van ruzie.