καρύκη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(nl)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καρύκη -ης, ἡ saus (Lydische saus bereid met kruiden en bloed).
|elnltext=καρύκη -ης, ἡ saus (Lydische saus bereid met kruiden en bloed).
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰρύκη:''' ἡ тонкое кушанье, изысканное блюдо (род рагу с кровью) Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκη Medium diacritics: καρύκη Low diacritics: καρύκη Capitals: ΚΑΡΥΚΗ
Transliteration A: karýkē Transliteration B: karykē Transliteration C: karyki Beta Code: karu/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A rich sauce, invented by the Lydians, composed of blood and spices, Pherecr.181, Ath.12.516c, Gal.8.568, Max.Tyr.3.9, Luc.Tim.54: in pl., Ath.4.160b, Plu.2.664a. (Freq. written καρύκκη in codd. (as also in derivs.), and this spelling is preferred by Hdn.Gr.1.317.)

German (Pape)

[Seite 1331] ἡ, eigtl. eine von den Lydern erfundene, mit Blut zubereitete, leckerhafte Brühe, Ath. XII, 576 c, vgl. IV, 160 b u. VLL.; übh. sein zugerichtete Speise, bes. Brühe, Luc. Tim. 54 Plut. Symp. 4, 1, 3 E; ζωμοῦ κ. Poll. 6, 56.

Greek (Liddell-Scott)

καρύκη: ῡ, ἡ, «βρῶμα Λύδιον ἐξ αἵματος καὶ ἡδυσμάτων συγκείμενον» Ἡσύχ.· ταρίχη πνικτὰ καὶ καρύκη Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Λυδικὴν καρύκην αὐτόθι 89, πρβλ. Ἡσύχ., Ἀθήν. 516C, πρβλ. 160Β, Πλούτ. 2. 664A, Λουκ. Τίμ. 54· ζωμοῦ κ. Πολυδ. Ϛ’, 56.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
civet lydien ; ragoût délicat en gén.
Étymologie: DELG emprunt lydien.

Greek Monolingual

καρύκη, ἡ (Α)
(ιδίως στη Λυδία) είδος σάλτσας με αίμα και μπαχαρικά («εἴποις δ' ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Λυδική.
ΠΑΡ. καρυκεύω
αρχ.
καρύκινος.
ΣΥΝΘ. αρχ. καρυκοειδής, καρυκοποιός.

Greek Monotonic

κᾰρύκη: [ῡ], ἡ, περσικό πιάτο αποτελούμενο από αίμα και πλούσια καρυκεύματα, μπαχαρικά, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρύκη -ης, ἡ saus (Lydische saus bereid met kruiden en bloed).

Russian (Dvoretsky)

κᾰρύκη: ἡ тонкое кушанье, изысканное блюдо (род рагу с кровью) Plut., Luc.