φορτηγός: Difference between revisions
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φορτηγός:''' <b class="num">1)</b> перевозящий грузы, грузовой ([[ναῦς]] Polyb., Plut.; [[πλοῖον]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> занимающийся перевозкой грузов ([[ναυβάτης]] Aesch.). | |elrutext='''φορτηγός:''' <b class="num">1)</b> перевозящий грузы, грузовой ([[ναῦς]] Polyb., Plut.; [[πλοῖον]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> занимающийся перевозкой грузов ([[ναυβάτης]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φορτ-ηγός, οῦ, ὁ, [ἄγω]<br />one who carries burdens, a carrier, trafficker, [[merchant]], Theogn., Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A one who carries cargoes, merchant, Thgn.679, Simon.178: as Adj., ναυβάτης φ. A.Fr. 263; ἄνδρες φ. Metag.4 (hex.); ἄκατοι Critias Fr.2.12D.; νῆες Plb. 1.52.6, 5.68.4, etc.; πλοῖα D.S.14.55, 20.85.
German (Pape)
[Seite 1301] lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; ναυβάτης Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.
Greek (Liddell-Scott)
φορτηγός: -όν, ὁ μεταφέρων φορτία, ἔμπορος, Θέογν. 679, Σιμωνίδ. (;) 181· ναυβάτης φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256· αὐλητρίδας, αἵ τε τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ γούνατα μισθοῦ ἔλυσαν Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 1· φ. ναῦς (ἴδε φορτηγικὸς) Πολύβ. 1. 52, 6., 5. 68, 4, κλπ.,· πλοῖον Διόδ. 14. 55., 20. 85. ― Ἰδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui transporte des marchandises par mer : ναῦς ou πλοῖον vaisseau de transport, cargo.
Étymologie: φόρτος, ἄγω.
Greek Monolingual
-ό / φορτηγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό πλοίο» β. «φορτηγὸς ναῡς», Πολυδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το φορτηγό
αυτοκίνητο τροχοφόρο όχημα μεγάλης μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη μεταφορά βαρέων φορτίων
(αρχ) (για πρόσ.) αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα, έμπορος («ναυβάτης φορτηγός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φορτηγός: ὁ (ἄγω), αυτός που μεταφέρει φορτία, μεταφορέας, έμπορος, σε Θέογν., Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
φορτηγός: 1) перевозящий грузы, грузовой (ναῦς Polyb., Plut.; πλοῖον Diod.);
2) занимающийся перевозкой грузов (ναυβάτης Aesch.).
Middle Liddell
φορτ-ηγός, οῦ, ὁ, [ἄγω]
one who carries burdens, a carrier, trafficker, merchant, Theogn., Polyb.