κεράμιος: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κεράμιος -α -ον zie κεραμεοῦς. | |elnltext=κεράμιος -α -ον zie κεραμεοῦς. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεράμιος:''' Xen. v. l. = [[κεράμινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = κεραμεύς, CIG5021, 5028 (Nubia). II v. κεραμεοῦς.
German (Pape)
[Seite 1420] = κεράμειος, irden, thönern; πλίνθοι κεράμιαι Xen. An. 3, 4, 7; Folgde; oft v. l. für κεράμεος u. κεραμεοῦς.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμιος: ία, ον, = κεράμεος, Στράβ. 17. 2, 3, σ. 402, 21, Διοσκ. 5. 10.
Greek Monolingual
-α, -ο(ν) (Α κεράμιος, -ία, -ον) κέραμος
1. κεράμειος.
2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν)
αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών της οικογένειας ceramiaceae
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεράμιος
ο κεραμέας
2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιον
νεκρικὴ λάρνακα, σαρκοφάγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεράμιος -α -ον zie κεραμεοῦς.
Russian (Dvoretsky)
κεράμιος: Xen. v. l. = κεράμινος.