προηγητής: Difference between revisions
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προηγητής:''' οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph. | |elrutext='''προηγητής:''' οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προηγητής -οῦ, ὁ [προηγέομαι] gids. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who goes before to show the way, guide, S. OT1292, Ant.990, Aristid.Or.41(4).12. 2 one who conducts the bride's car in her procession, ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει Hyp.Lyc.5, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 723] ὁ, der vorangeht und den Weg zeigt; τοῖς τυφλοῖσι κέλευθος ἐκ προηγητοῦ πέλει, Soph. Ant. 977, vgl. O. R. 1292.
Greek (Liddell-Scott)
προηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος ὅπως δείξῃ τὴν ὁδόν, ὁδηγός, Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) ὁ συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, ἀνάγκη γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προηγητής· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui marche devant, guide.
Étymologie: προηγέομαι.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. προηγήτρια, Α προηγοῡμαι
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που συνοδεύει το ζεύγος σε νυφική πομπή.
Greek Monotonic
προηγητής: -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει μπροστά για να δείχνει το δρόμο, οδηγός, σε Σοφ.· ομοίως, προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προηγητής: οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προηγητής -οῦ, ὁ [προηγέομαι] gids.