κοινοφιλής: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κοινοφῐλής:''' питающий взаимную любовь (κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.). | |elrutext='''κοινοφῐλής:''' питающий взаимную любовь (κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κοινο-φῐλής, ές [[φιλέω]]<br />[[loving]] in [[common]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A with common affection, κ. διανοίᾳ A.Eu.985(lyr., κοινωφελεῖ codd.).
German (Pape)
[Seite 1469] ές, gemeinschaftlich liebend, nach Emend. bei Aesch. Eum. 940, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ, wo die mss. κοινοφελεῖ haben, was »gemeinsam nützend« heißen soll. S. aber κοινωφελής.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοφῐλής: -ές, ἀγαπῶν ἀπὸ κοινοῦ, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 985, κατὰ τὸν Ἕρμ. ἀντὶ κοινωφελεῖ (Κῶδ. Μεδ.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui consiste en une affection commune.
Étymologie: κοινός, φιλέω.
Greek Monolingual
κοινοφιλής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φιλής (< φιλῶ, βλ. λ. δημοφιλής), πρβλ. θεο-φιλής, λαο-φιλής].
Greek Monotonic
κοινοφῐλής: -ές (φιλέω), αυτός που αγαπάει από κοινού, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινοφιλής -ές [κοινός, φίλος] eensgezind.
Russian (Dvoretsky)
κοινοφῐλής: питающий взаимную любовь (κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.).