κιβδηλεία: Difference between revisions
(nl) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κιβδηλεία -ας, ἡ [κίβδηλος] het vervalsen. | |elnltext=κιβδηλεία -ας, ἡ [κίβδηλος] het vervalsen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κιβδηλεία:''' ἡ подделывание, подделка Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A adulteration, Pl.Lg.916d, 920c.
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, (eigtl. Beimischung von Metallschlacken, Poll. 3, 86; gew. übertr.) Verfälschung, Betrug; neben ψεῦδος u. ἀπάτη Plat. Legg. XI, 916 d; Sp. S. κιβδηλία.
Greek (Liddell-Scott)
κιβδηλεία: ἡ, νόθευσις, Πλάτ. Νόμ. 916D, 920C.
Greek Monolingual
και κιθδηλία, η (ΑΜ κιβδηλεία και -ία, Α ιων. τ. -ίη)
1. το να είναι κάτι κίβδηλο, η πλαστότητα, η νόθευση, η νοθεία
2. μτφ. φαυλότητα, απάτη, ανειλικρίνεια, δολιότητα («πολλήν γ' ἀφεῑλες τοῡ βίου κιβδηλίαν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
νόθευση μεταλλικού νομίσματος ή παραποίηση χαρτονομίσματος
αρχ.
1. σκουριά
2. μτφ. αγυρτεία
3. μτφ. διαφθορά, διαστροφή
4. μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κιβδηλία < κίβδηλος. Ο τ. κιβδηλεία < κιβδηλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιβδηλεία -ας, ἡ [κίβδηλος] het vervalsen.
Russian (Dvoretsky)
κιβδηλεία: ἡ подделывание, подделка Plat.