δημορριφής: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(nl) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δημορριφής -ές [δῆμος, ῥίπτω] door het volk geuit. | |elnltext=δημορριφής -ές [δῆμος, ῥίπτω] door het volk geuit. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ῥίπτω]]<br />hurled by the [[people]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A hurled by the people, ἀραί A.Ag.1616.
Greek (Liddell-Scott)
δημορριφής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐρριμμένος, ἀραὶ δ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lancé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, ῥίπτω.
Spanish (DGE)
(δημορρῐφής) -ές lanzado, proferido por el pueblo ἀραί A.A.1616.
Greek Monolingual
δημορριφής, -ές (Α)
φρ. «δημορριφεῑς... ἀράς» — κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ριφής < ριφή < ρίπτω].
Greek Monotonic
δημορρῐφής: -ές (ῥίπτω), αυτός που εκτοξεύεται από το λαό, π.χ. κατάρα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δημορρῐφής: брошенный народом, народный (ἀρά Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημορριφής -ές [δῆμος, ῥίπτω] door het volk geuit.