μισόπολις: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῑσόπολις:''' ιος adj. ненавидящий город или государство ([[ἀνήρ]] Arph., Arst.). | |elrutext='''μῑσόπολις:''' ιος adj. ненавидящий город или государство ([[ἀνήρ]] Arph., Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μῑσό-πολις, ιος, ὁ, ἡ,<br />[[hating]] the [[commonwealth]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A hating the commonwealth, Ar.V.411 (lyr.), Arist.Rh.Al.1442a13.
German (Pape)
[Seite 192] ιος, die Stadt, den Staat hassend, ἀνήρ, Ar. Vesp. 411.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόπολις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν πόλιν, τὴν πολιτείαν, Ἀριστοφ. Σφ. 411, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
ennemi de la cité.
Étymologie: μισέω, πόλις.
Greek Monolingual
μισόπολις, -εως, ό, ἡ (Α)
αυτός που μισεί την πόλη, την πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πόλις (πρβλ. φιλό-πολις)].
Greek Monotonic
μῑσόπολις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που μισεί την πόλη, την κοινή ευημερία, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσόπολις: ιος adj. ненавидящий город или государство (ἀνήρ Arph., Arst.).
Middle Liddell
μῑσό-πολις, ιος, ὁ, ἡ,
hating the commonwealth, Ar.