προσεπικτάομαι: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(nl) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-επικτάομαι er nog bij verwerven. | |elnltext=προσ-επικτάομαι er nog bij verwerven. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεπικτάομαι:''' сверх того приобретать (τιμήν Arst.): κατεστραμμένων τούτων καὶ προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῖσι Her. когда Крез покорил эти (народы) и присоединил их к лидянам. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A gain, acquire besides, τιμήν Arist.Rh.1367b14, cf. PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), J.AJ15.6.7; π. Λυδοῖσί [τινας] add them to the Lydian realm, Hdt.1.29.
German (Pape)
[Seite 761] (s. κτάομαι), noch dazu erwerben, Her. 1, 29; Arist. rhet. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπικτάομαι: ἀποθ., ἐπικτῶμαι προσέτι, τιμὴν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 9, 31· πρ. Λυδοῖσί [τινας], προσθέτω [τινὰς] εἰς τὸ Λυδικὸν βασίλειον, Ἡρόδ. 1. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
acquérir en outre, acc. : τισί τινας des peuples ou des pays qui s’ajoutent à d’autres.
Étymologie: πρός, ἐπικτάομαι.
Greek Monotonic
προσεπικτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ επιπλέον, σε Αριστ.· προσεπικτάομαι Λυδοῖσί (τινάς), τους προσαρτώ στο Λυδικό βασίλειο, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επικτάομαι er nog bij verwerven.
Russian (Dvoretsky)
προσεπικτάομαι: сверх того приобретать (τιμήν Arst.): κατεστραμμένων τούτων καὶ προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῖσι Her. когда Крез покорил эти (народы) и присоединил их к лидянам.