ἀκεραύνωτος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκεραύνωτος:''' не пораженный молнией ([[ἱερόσυλος]] Luc.). | |elrutext='''ἀκεραύνωτος:''' не пораженный молнией ([[ἱερόσυλος]] Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κεραυνόω]]<br />not [[lightning]]-struck, Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:39, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A not struck by lightning, Luc.J. Tr.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεραύνωτος: -ον, ὁ μὴ πληγεὶς ὑπὸ κεραυνοῦ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀκέραυνος.
Étymologie: ἀ, κεραυνόω.
Spanish (DGE)
-ον no fulminado por el rayo Luc.ITr.25.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκεραύνωτος, -ον) κεραυνῶ
όποιος δεν έχει χτυπηθεί από κεραυνό.
Greek Monotonic
ἀκεραύνωτος: -ον (κεραυνόω), αυτός που δεν έχει πληγεί από κεραυνό, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκεραύνωτος: не пораженный молнией (ἱερόσυλος Luc.).