αἰγλήεις: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἰγλήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[αἰγλάεις]], άεσσα, ᾶεν (λᾱ), стяж. [[αἰγλᾶς]] блистающий, сияющий, лучезарный ([[Ὄλυμπος]] Hom.; [[Κλάρος]], Σελήνης πῶλοι HH; [[κῶας]], [[κόσμος]] Pind.; σώματα Eur.; [[χρυσός]] Plut.).
|elrutext='''αἰγλήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[αἰγλάεις]], άεσσα, ᾶεν (λᾱ), стяж. [[αἰγλᾶς]] блистающий, сияющий, лучезарный ([[Ὄλυμπος]] Hom.; [[Κλάρος]], Σελήνης πῶλοι HH; [[κῶας]], [[κόσμος]] Pind.; σώματα Eur.; [[χρυσός]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[αἴγλη]]<br />[[dazzling]], [[radiant]], [[lustrous]], Hom.
}}
}}

Revision as of 12:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰγλήεις Medium diacritics: αἰγλήεις Low diacritics: αιγλήεις Capitals: ΑΙΓΛΗΕΙΣ
Transliteration A: aiglḗeis Transliteration B: aiglēeis Transliteration C: aiglieis Beta Code: ai)glh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A dazzling, radiant, in Hom. always αἰγλήεντος Ὀλύμπου Il.1.532, Od.20.103; Κλάρος αἰγλήεσσα h.Ap.40; πῶλοι αἰ. h.Hom.32.9: neut. as Adv., αἰγλῆεν στίλβουσι ib.31.11:—Dor. αἰγλάεις, contr. αἰγλᾶς, κῶας αἰγλᾶεν . . θυσάνῳ Pi.P.4.231; αἰγλᾶντα κόσμον ib.2.10; αἰγλᾶντα σώματα E.Andr.285 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰγλήεις: εσσα, εν, λάμπων, ἀκτινοβολλῶν· παρ’ Ὁμήρω πάντοτε αἰγλήεντος Ὀλύμπου, Ἰλ. Α. 532, Ὀδ. Υ. 103· οὕτω Κλάρος αἰγλήεσσα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 40· πῶλοι αἰγλ., Ὕμ. Ὁμ. 32. 9· οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 31. 11: - Δωρ. αἰγλάεις, συνῃρ. αἰγλᾶς, κῶας αἰγλᾶεν... θυσάνῳ, Πινδ. Π. 4, 411· αἰγλᾶντα κόσμον, αὐτόθι 2. 19· αἰγλᾶντα σώματα, Εὐρ. Ἀνδρ. 286 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: αἴγλη.

English (Autenrieth)

radiant, resplendent, epith. of Olympus.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν

• Alolema(s): dor. αἰγλάεις Pi.Pi.2.10, 4.231; contr. αἰγλᾶς Alcm.3.66, E.Andr.285; lacon. Αἰγλάηρ Hsch.
brillante Ὄλυμπος Il.1.532, 13.243, Od.20.103, Hes.Fr.Sel.10a.89, Luc.Dom.9, del Sol h.Hom.31.11, de los caballos de la luna h.Hom.32.9, αἰγλά[ε] ντος ... ὠρανῶ Alcm.3.66, cf. A.R.4.615, Orph.Fr.243.12, πόντος B.Fr.20B.14, χρυσός Lyr.Adesp.9, κόσμος Pi.P.2.10, κῶας Pi.P.4.231
resplandeciente de los dioses αἰγλήεντα σώματα E.Andr.285, de Claro consagrada a Apolo h.Ap.40, Ἠώς A.R.1.519, ἀνάκτορον IG 22.3709.10 (III d.C.), como epít. de Asclepio, Hsch., de objetos o miembros divinos ἱμάσθλη Nonn.D.38.302, πόδες Nonn.D.41.233.

Greek Monotonic

αἰγλήεις: -εσσα, -εν, εκτυφλωτικός, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στιλπνός, γυαλιστερός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰγλήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. αἰγλάεις, άεσσα, ᾶεν (λᾱ), стяж. αἰγλᾶς блистающий, сияющий, лучезарный (Ὄλυμπος Hom.; Κλάρος, Σελήνης πῶλοι HH; κῶας, κόσμος Pind.; σώματα Eur.; χρυσός Plut.).

Middle Liddell

[from αἴγλη
dazzling, radiant, lustrous, Hom.