ἀκριβολόγος: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(1)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[ἀκριβολόγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται με [[σαφήνεια]], με [[ακρίβεια]], που κυριολεκτεί<br /><b>2.</b> αυτός που ο [[λόγος]] του χαρακτηρίζεται από [[συνέπεια]], [[ενάργεια]] και [[ορθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκριβὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακριβολογία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀκριβολογοῦμαι</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβολογώ]]].
|mltxt=ο, η (Α [[ἀκριβολόγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται με [[σαφήνεια]], με [[ακρίβεια]], που κυριολεκτεί<br /><b>2.</b> αυτός που ο [[λόγος]] του χαρακτηρίζεται από [[συνέπεια]], [[ενάργεια]] και [[ορθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκριβὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακριβολογία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀκριβολογοῦμαι</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβολογώ]]].<br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει σπάνια και με [[συντομία]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλάει με [[μέτρο]] και [[σύνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακριβο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που μιλάει σπάνια και με [[συντομία]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλάει με [[μέτρο]] και [[σύνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακριβο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβολόγος Medium diacritics: ἀκριβολόγος Low diacritics: ακριβολόγος Capitals: ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: akribológos Transliteration B: akribologos Transliteration C: akrivologos Beta Code: a)kribolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A precise in argument, in pl., Timo 25.2.

German (Pape)

[Seite 81] genau redend, Tim. bei Diog. L. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐβολόγος: -ον, ἀκριβὴς ἐν λόγῳ, ἐν ἐπιχειρήμασι λογικοῖς, κατὰ πληθ., Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle avec précision.
Étymologie: ἀκριβής, λέγω³.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ argumento sutil ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo SHell.799.

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀκριβολόγος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί
2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα
αρχ.
αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβὴς + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ακριβολογία
αρχ.-μσν.
ἀκριβολογοῦμαι
νεοελλ.
ακριβολογώ].
-η, -ο
1. αυτός που μιλάει σπάνια και με συντομία
2. αυτός που μιλάει με μέτρο και σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο- + -λογος < λέγω.

Greek Monotonic

ἀκρῑβολόγος: -ον, αυτός που επιχειρηματολογεί με ακρίβεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῑβολόγος: ὁ строго рассуждающий оратор, ревнитель точности Diog. L.