ἀναρπαστός: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναρπαστός:''' или [[ἀνάρπαστος]] 2 и 3 уведенный насильно, захваченный, похищенный Eur., Xen., Plat., Polyb., Plut., Luc.
|elrutext='''ἀναρπαστός:''' или [[ἀνάρπαστος]] 2 и 3 уведенный насильно, захваченный, похищенный Eur., Xen., Plat., Polyb., Plut., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀναρπάζω]]<br /><b class="num">1.</b> snatched up, carried off, Eur., Plat.<br /><b class="num">2.</b> carried up the [[country]], i. e. [[into]] Central [[Asia]], Xen.
}}
}}

Revision as of 15:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρπαστός Medium diacritics: ἀναρπαστός Low diacritics: αναρπαστός Capitals: ΑΝΑΡΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anarpastós Transliteration B: anarpastos Transliteration C: anarpastos Beta Code: a)narpasto/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν E.Hec.207 <*>lyr. <*>:—

   A snatched up, carried off, ἀ. γίγνεσθαι to be carried off, l. c., Pl.Phdr.229c.    2 carried up the country, i. e. into Central Asia, ἀ. γίγνεσθαι πρὸς βασιλέα v. l. in X.Mem.4.2.33.    II of things, ἀ. ποιεῖν τὸν βίον to give up his substance as plunder, Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.

German (Pape)

[Seite 205] (das fem. ἀναρπαστή Eur. Hec. 206 rechtfertigt das oxytonon), weggerissen, weggeschleppt, bes, in Vbdg mit γίγνεσθαι, Plat. Phaed. 229 c; ἀν. γίγν. πρὸς βασιλέα, gefangen nach Persien als Sklaven fortgeführt werden, Xen. Mem. 4, 2, 33; Pol. 9, 26; ὑπὸ θανάτου, vom Tode hinweggerafft Luc. Contempl. 17; übh. gewaltsam behandelt, geplündert.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ἀνάρπαστος.

Spanish (DGE)

-όν

• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν E.Hec.207]
1 raptado, arrebatado ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀ. Pl.Phdr.229c, cf. E.l.c., ἀναρπαστὸν αὐτὴν γενέσθαι πρὸς ἀπώλειαν que ella fuera arrastrada a la perdición Plu.2.116c, τούτους [ἀν] α[ρ] παστοὺς ποιοῦν apresándolos, POxy.1106.8 (VI d.C.).
2 entregado al pillaje ἀναρπαστοὺς ποιεῖν αὐτῶν τοὺς βίους entregar al pillaje sus propiedades Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρπαστος, -όν και -ός, -ή, -όν, Μ ἀνάρπαστος, -η, -ον) αναρπάζω
αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού
αρχ.
1. αυτός που σύρθηκε βίαια στην αιχμαλωσία ή την εξορία
2. (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη διαρπαγή, που λεηλατείται.

Greek Monotonic

ἀναρπαστός: -όν και -ή, -όν,
1. αυτός που έχει αρπαχθεί, έχει απαχθεί, σε Ευρ., Πλάτ.
2. αυτός που έχει αρπαχθεί στην ενδοχώρα, δηλ. στην Κεντρική Ασία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρπαστός: или ἀνάρπαστος 2 и 3 уведенный насильно, захваченный, похищенный Eur., Xen., Plat., Polyb., Plut., Luc.

Middle Liddell

[from ἀναρπάζω
1. snatched up, carried off, Eur., Plat.
2. carried up the country, i. e. into Central Asia, Xen.