ἀπρόσκεπτος: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπρόσκεπτος:''' <b class="num">1)</b> непредвиденный, не обдуманный заранее, не предполагавшийся Xen.;<br /><b class="num">2)</b> не предвидящий, непредусмотрительный Dem.
|elrutext='''ἀπρόσκεπτος:''' <b class="num">1)</b> непредвиденный, не обдуманный заранее, не предполагавшийся Xen.;<br /><b class="num">2)</b> не предвидящий, непредусмотрительный Dem.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσκοπέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[unforeseen]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> act. [[improvident]], Dem.
}}
}}

Revision as of 16:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσκεπτος Medium diacritics: ἀπρόσκεπτος Low diacritics: απρόσκεπτος Capitals: ΑΠΡΟΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: apróskeptos Transliteration B: aproskeptos Transliteration C: aproskeptos Beta Code: a)pro/skeptos

English (LSJ)

ον,

   A unforeseen, not thought of, X.Lac.13.7.    II Act., improvident, D.51.15. Adv. -τως Antiph.195.

German (Pape)

[Seite 339] 1) unvorhergesehen, unüberlegt, Xen. Lac. 13, 7. – 2) akt., nicht vorhersehend, nach Dem. 51, 15 οἱ μετὰ τοῦ παθεῖν μανθάνοντες. – Adv. ἀπροσκέπτως, ohne sich zu besinnen, ποιεῖν ἅπαντα Antiphan. bei Ath. VI, 238 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσκεπτος: -ον, ὁ περὶ οὗ δὲν ἔγεινε προηγουμένη σκέψις, ἀπρόβλεπτος, οὐδὲν γὰρ ἀπρόσκεπτόν ἐστι Ξεν. Λακ. 13. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προνοῶν, μὴ προνοητικός, τῶν ἰδιωτῶν τοὺς μετὰ τὸ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομεν Δημ. 1232. 18: - Ἐπίρρ. -τως Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1.9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non examiné, non considéré.
Étymologie: ἀ, προσκέπτομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imprevisto οὐδέν X.Lac.13.7.
2 que no prevé, imprevisor τοὺς μετὰ τοῦ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομεν D.51.15, cf. Antiph.195 (cj. pero v. II), εὐεξαπάτητος γὰρ ἕκαστος ἐν οἷς ἐστιν ἀ. Gal.Adhort.9, τις ἀ. Iambl.VP 212.
II adv. -ως de forma imprevista ταῦτ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα Antiph.195.9 (cód.), ἀνοίγεσθαι ... ἀ. Aen.Tact.28.4, τοὺς μὲν ... ἀπροσσκέπτως (sic) ἀνάγοντάς τινας ἐπιπλήσσετε SB 5675.12 (II a.C.), cf. Poll.6.144.

Greek Monolingual

ἀπρόσκεπτος, -ον (Α) προσκοπώ
1. αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει προηγούμενη σκέψη, απρόβλεπτος
2. μη προνοητικός, απερίσκεπτος.

Greek Monotonic

ἀπρόσκεπτος: -ον (προ-σκοπέω
I. απρόβλεπτος, απρόοπτος, αυτός που έγινε χωρίς να προηγηθεί ιδιαίτερη σκέψη, σε Ξεν.
II. Ενεργ., αυτός που δεν είναι προνοητικός, απερίσκεπτος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσκεπτος: 1) непредвиденный, не обдуманный заранее, не предполагавшийся Xen.;
2) не предвидящий, непредусмотрительный Dem.

Middle Liddell

προσκοπέω
I. unforeseen, Xen.
II. act. improvident, Dem.