διήγημα: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diigima | |Transliteration C=diigima | ||
|Beta Code=dih/ghma | |Beta Code=dih/ghma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[tale]], λέγειν <span class="bibl">Phoenicid.4.15</span>; δ. ἀνωφελές <span class="bibl">Plb.1.14.6</span>, cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">De.</span>28.37</span>, <span class="bibl">Polem.<span class="title">Call.</span>42</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>4</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:43, 28 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A tale, λέγειν Phoenicid.4.15; δ. ἀνωφελές Plb.1.14.6, cf. LXX De.28.37, Polem.Call.42, Porph.Antr.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διήγημα: τό, ὡς παρ' ἡμῖν, λέγειν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 15· δ. ἀνωφελὲς Πολύβ. 1. 14, 6· δ. γέγονα, ὡς παρ' Ὁρατίῳ, fabula fies, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Χαρίτωνος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
récit.
Étymologie: διηγέομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 narración, relato, historia c. gen. subjet. τὰ Ἰσαίου διηγήματα D.H.Is.16.2, c. gen. obj. τοῦ δράματος Ach.Tat.5.3.4, cf. LXX 2Ma.2.24, Pall.H.Laus.proem.2, Chrys.M.47.322, c. prep. περὶ αὐτοῦ Eus.M.23.1297C, sin rég. τερπνόν D.Fr.1.5, στρατιωτικά Epicur.Fr.[9], ἀνωφελές Plb.1.14.6, ἐμπορικά Plb.4.39.11, cf. Str.14.2.21, ἀσύμφωνα I.BI 1.1, cf. Polem.Call.42, D.H.Pomp.3.14, Plu.2.503b, 514b, Paus.1.25.1, ἐπιτραπέζια διηγήματα Basil.Hex.7.6 (p.426), cf. Vett.Val.258.19, Lib.Decl.6.1.2, Eun.Hist.14, Βεργαῖον δ. relato bergeo, e.e. relato increíble Str.2.3.5, δ. ἐστι λόγος ἐκθετικὸς πραγμάτων γεγονότων ἢ ὡς γεγονότων la narración es un discurso que expone hechos reales o supuestamente reales Theo Prog.78.16, ὁ μὲν διήγημ' ἔλεγεν Phoenicid.4.15, cf. Aeschin.Ep.4.5, LXX De.28.37, Demetr.Eloc.8, D.H.Th.33.2, Ph.2.67, 589, I.AI 15.210, Sor.125.7, Luc.DMeretr.13.4, Fauorin.Fort.4, Hermog.Inu.4.12 (p.202), X.Eph.3.3.3, Hld.1.8.7, Aristid.Quint.74.11, Alex.Aphr.Pr.1.118, Clem.Al.Prot.11.113, Gr.Naz.Ep.249.15, Porph.Antr.4, Phlp.in Cat.193.8, ἡ τομὴ τοῦ διηγήματος Sch.Il.11.243c, cf. Sch.Er.Il.11.671-761, Περὶ προθέσεως καὶ διηγήματος tít. de una obra de Teofrasto, D.L.5.48.
2 explicación τὸ ... εὐαγγέλιον δ. νόμου Melit.Pasch.279, cf. Ath.Al.M.26.125C, Meth.Arbitr.1.2 (p.147).
3 jur. informe, exposición redactado para su publicación δ. ἀποκηρύξεως PMasp.97ue.D.27 (VI d.C.) en BL 1.108.
Greek Monolingual
το (AM διήγημα) διηγούμαι
ό,τι διηγείται ή εξιστορεί κάποιος
νεοελλ.
είδος πεζογραφικής φανταστικής αφήγησης γραμμένης συνήθως με μεγαλύτερη πυκνότητα και ένταση από ό,τι το μυθιστόρημα και η νουβέλλα
αρχ.
φρ. «διήγημα γέγονα» — αφηγούνται προφορικώς ή γραπτώς την περίπτωση μου.
Russian (Dvoretsky)
διήγημα: ατος τό рассказ, повествование Polyb., Plut.