δορυξόος: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(1b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δορυξόος:''' стяж. δορυξοῦς ὁ копейный мастер Plut. | |elrutext='''δορυξόος:''' стяж. δορυξοῦς ὁ копейный мастер Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>n</i> [ξέω]<br />a [[maker]] of spears, Plut., [[δορυξός]] Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, contr. δορυ-ξοῦς, ουν, (ξέω)
A spear-polishing: maker of spears, Plu.Pel.12:—also δορυ-ξός, ὁ, Ar.Pax 447,1213; δορυ-ξύς, PTeb.278.4 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 660] zsgzgn δορυξοῦς, speerglättend; ὁ, der Lanzenschäfter; Plut. Pelop. 12; Poll. 7, 156.
Greek (Liddell-Scott)
δορυξόος: -ον, συνῃρ. -ξοῦς, οῦν, (ξέω) ὁ ξέων, λεαίνων δόρατα, δορατοποιός, Πλούτ. Πελοπ. 12· ― δορυξός, ὁ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 447, 1213.
French (Bailly abrégé)
-οῦς, όος-οῦς, όον-οῦν;
qui façonne des bois de lances.
Étymologie: δόρυ, ξέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -ξοῦς Poll.7.156
el que hace lanzas, lancero τὰ τῶν περιοικούντων ἐργαστήρια δορυξόων Plu.Pel.12, cf. Poll.l.c., D.Chr.77/78.12, Aristid.Or.3.294.
Greek Monolingual
δορυξόος και δορυξοῡς και δορυξός, ο (Α)
κατασκευαστής δοράτων.
Greek Monotonic
δορυξόος: συνηρ. -ξοῦς, ὁ (ξέω), τεχνίτης, κατασκευαστής δοράτων, σε Πλούτ.· επίσης, δορυξός, ὁ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δορυξόος: стяж. δορυξοῦς ὁ копейный мастер Plut.