ἐξαυτομολέω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(2)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐξαυτομολέω:''' перебегать, переходить (πρός τινα Arph.; ирон. εἰς χεῖρας καλῆς γυναικός Plut.).
|elrutext='''ἐξαυτομολέω:''' перебегать, переходить (πρός τινα Arph.; ирон. εἰς χεῖρας καλῆς γυναικός Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[desert]] from a [[place]], Ar.
}}
}}

Revision as of 22:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυτομολέω Medium diacritics: ἐξαυτομολέω Low diacritics: εξαυτομολέω Capitals: ΕΞΑΥΤΟΜΟΛΕΩ
Transliteration A: exautomoléō Transliteration B: exautomoleō Transliteration C: eksaftomoleo Beta Code: e)cautomole/w

English (LSJ)

   A desert from a place, πρός τινα Ar.Nu.1104.    II Pass., to be betrayed by deserters, τὸ σύνθημα Aen.Tact.24.16.

German (Pape)

[Seite 874] verstärktes simplex, Ar. Nubb. 1088 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυτομολέω: αὐτομολῶ ἔκ τινος τόπου, ἐξαυτομολῶ πρὸς ὑμᾶς Ἀριστοφ. Νεφ. 1104. ΙΙ. Παθ., προδίδομαι ὑπ’ αὐτομολησάντων, οὕτω γὰρ ἂν ἥκιστα... ἐξαυτομολοῖτο τὸ σύνθημα Αἰτ. Τακτ. 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déserter à l’ennemi.
Étymologie: ἐξ, αὐτομολέω.

Greek Monotonic

ἐξαυτομολέω: μέλ. —ήσω , αυτομολώ, λιποτακτώ από κάπου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυτομολέω: перебегать, переходить (πρός τινα Arph.; ирон. εἰς χεῖρας καλῆς γυναικός Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to desert from a place, Ar.