ἐπίμομφος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίμομφος:''' <b class="num">1)</b> достойный порицания, зловещий, дурной ([[ἄτη]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> порицающий (ἐπίμομφον εἶναι τινι Eur.).
|elrutext='''ἐπίμομφος:''' <b class="num">1)</b> достойный порицания, зловещий, дурной ([[ἄτη]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> порицающий (ἐπίμομφον εἶναι τινι Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-μομφος, ον [[μέμφομαι]]<br /><b class="num">I.</b> inclined to [[blame]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> blameable, [[unlucky]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμομφος Medium diacritics: ἐπίμομφος Low diacritics: επίμομφος Capitals: ΕΠΙΜΟΜΦΟΣ
Transliteration A: epímomphos Transliteration B: epimomphos Transliteration C: epimomfos Beta Code: e)pi/momfos

English (LSJ)

ον,

   A inclined to blame, φίλοις E.Rh.327.    II. blameable, unlucky, A.Ag. 553; ἐπίμομφον ἄταν dub.l., Id.Ch.830 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 964] tadelnswerth, περαίνων ἐπίμομφον ἄταν Aesch. Ch. 817, vgl. Ag. 539 τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν, τάδ' αὖτε ἐπίμ., d. i. ungünstig, womit man nicht zufrieden ist. – Aber ἐπίμομφος εἶ φίλοις, = ἐπιμέμφει, Eur. Rhes. 327.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμομφος: -ον, ὁ ἐπιμεμφόμενος, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐπιμέμφεταί τινα, νὰ ψέγῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 327. ΙΙ. ὡς τὸ ἐπιμεμφής, ἐπίμεμπτος, ἐπὶ οἰωνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 553· ἐπίμομφον ἄταν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 830.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blâmable, regrettable.
Étymologie: ἐπιμέμφομαι.

Greek Monolingual

ἐπίμομφος, -ον (Α) επιμέμφομαι
1. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί
2. (για οιωνό) απαίσιος.

Greek Monotonic

ἐπίμομφος: -ον (μέμφομαι),·
I. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί, σε Ευρ.
II. αξιόμεμπτος, δυσοίωνος, άτυχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμομφος: 1) достойный порицания, зловещий, дурной (ἄτη Aesch.);
2) порицающий (ἐπίμομφον εἶναι τινι Eur.).

Middle Liddell

ἐπί-μομφος, ον μέμφομαι
I. inclined to blame, Eur.
II. blameable, unlucky, Aesch.