ἐπίμεσος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(2)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epimesos
|Transliteration C=epimesos
|Beta Code=e)pi/mesos
|Beta Code=e)pi/mesos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">middle</b>, ἡλικία <span class="title">AB</span>108; <b class="b3">ῥῆμα ἐ</b>. a <b class="b2">middle</b> verb, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[middle]], ἡλικία <span class="title">AB</span>108; <b class="b3">ῥῆμα ἐ</b>. a [[middle]] verb, <span class="title">Gloss.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:15, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμεσος Medium diacritics: ἐπίμεσος Low diacritics: επίμεσος Capitals: ΕΠΙΜΕΣΟΣ
Transliteration A: epímesos Transliteration B: epimesos Transliteration C: epimesos Beta Code: e)pi/mesos

English (LSJ)

ον,

   A middle, ἡλικία AB108; ῥῆμα ἐ. a middle verb, Gloss.

German (Pape)

[Seite 962] in der Mitte, ῥῆμα, verbum medium, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμεσος: -ον, μέσος, «μεσόκοπον: ἀρρενικῶς, τὸ ἐπιμέσου ἡλικίας, Κρατῖνος» Α. Β. 108. 24· ἐν τῇ γραμμ. ἐπίμεσον ῥῆμα τὸ μέσως ἢ παθητικῶς σχηματιζόμενον καὶ μηδέποτε ἐνεργητικῶς, καὶ σημαῖνον εἴτε ἐνέργειαν μόνον καὶ οὐχὶ πάθος, εἴτε πάθος μόνον καὶ οὐχὶ ἐνέργειαν, οἷον χρῶμαι τεκμαίρομαι, δέομαι, ἡττῶμαι, ὀδύρομαι, κ.τ.τ., πρβλ. ἀποθετικὸς ΙΙ.

Greek Monolingual

η (Α ἐπίμεσος, -ον) μέσος
νεοελλ.
η μεσοκάθετος
αρχ.
1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος
2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» — τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος μόνο (και όχι ενέργεια)
χρῶμαι, δέομαι, ήττῶμαι, οδύρομαι κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμεσος: грам. средний: ῥῆμα ἐπίμεσον (лат. verbum medium) глагол среднего залога.