ἐρωτοπλάνος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐρωτοπλάνος:''' (ᾰ) заставляющий забыть о любви ([[φθόγγος]] Anth.).
|elrutext='''ἐρωτοπλάνος:''' (ᾰ) заставляющий забыть о любви ([[φθόγγος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐρωτο-πλά˘νος, ον<br />beguiling [[love]], Anth.
}}
}}

Revision as of 22:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτοπλάνος Medium diacritics: ἐρωτοπλάνος Low diacritics: ερωτοπλάνος Capitals: ΕΡΩΤΟΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: erōtoplános Transliteration B: erōtoplanos Transliteration C: erotoplanos Beta Code: e)rwtopla/nos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A beguiling love, φθόγγος AP7.195 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1041] von der Liebe ableitend, die Liebe täuschend, φθόγγος, Mel. 112 (VII, 195).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτοπλάνος: -ον, ὁ πλανῶν, ἐξαπατῶν τὸν ἔρωτα, φθόγγος Ἀνθ. Π. 7. 195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe l’amour.
Étymologie: ἔρως, πλάνη.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐρωτοπλάνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις
2. αυτός που παρασύρει σε ερωτική ακολασία
αρχ.
αυτός που εξαπατά το ερωτικό πάθος, που το κάνει να ξεχνιέται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -πλάνος < πλανώ].

Greek Monotonic

ἐρωτοπλάνος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποσπά με απάτη τον έρωτα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτοπλάνος: (ᾰ) заставляющий забыть о любви (φθόγγος Anth.).

Middle Liddell

ἐρωτο-πλά˘νος, ον
beguiling love, Anth.