ἐρύθημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐρύθημα:''' ατος (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> краснота (Arst.; τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ [[φλόγωσις]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> рыжая масть ([[λαγώ]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> румянец (προσώπου Eur., Plut. и ἐπὶ τοῦ προσώπου Luc.): ὑποπλησθεὶς ἐρυθήματος, Plut. зарумянившийся, зардевшийся.
|elrutext='''ἐρύθημα:''' ατος (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> краснота (Arst.; τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ [[φλόγωσις]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> рыжая масть ([[λαγώ]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> румянец (προσώπου Eur., Plut. и ἐπὶ τοῦ προσώπου Luc.): ὑποπλησθεὶς ἐρυθήματος, Plut. зарумянившийся, зардевшийся.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρύθημα]], ατος, τό, [from [[ἐρυθαίνομαι]]<br />a [[redness]] on the [[skin]], Thuc.; ἐρ. προσώπου a [[blush]], Eur.:—absol. [[redness]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠθημα Medium diacritics: ἐρύθημα Low diacritics: ερύθημα Capitals: ΕΡΥΘΗΜΑ
Transliteration A: erýthēma Transliteration B: erythēma Transliteration C: erythima Beta Code: e)ru/qhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A redness or flush upon the skin, Hp.Aph.7.49, Th.2.49 (pl.) ; ἐ. προσώπου blush, E.Ph.1488 (lyr.), Hp.Acut.(Sp.)6(pl.) ; ἐ. ῥόδων φέρειν Aristaenet.1.10: abs., redness, X.Cyn.5.18 ; blush, Chaerem.1.4.    II concrete, ἐρύθημα ἱματίων scarlet garments, LXXIs.63.1.

German (Pape)

[Seite 1036] τό, die Röthe, Xen. Cyn. 6, 18; τοῦ προσώπου Eur. Phoen. 1488; auch ἐπὶ προσώπου, ἐπὶ παρειῶν, Hippocr.; Luc. D. Mort. 1, 3; sowohl von der rothen Hautfarbe als von der Schamröthe; auch Röthe der Entzündung, Medic.; καὶ φλόγωσις τῶν ὀφθαλμῶν Thuc. 2, 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρύθημα: τό, (ἐρῠθαίνω) ἐρυθρότης, «κοκκινάδα» ἐπὶ τοῦ δέρματος, Ἱππ. Ἀφορ. 1260, Θουκ. 2. 49˙ ἐρ. προσώπου, τὸ κυρίως προερχόμενον ἐξ αἰδοῦς, κοκκίνισμα, Εὐρ. Φοιν. 1488, πρβλ. Ἱππ. 397: - ἀπολ., ἐρυθρότης, κοκκινάδα, Ξεν. Κύρ. 5, 18˙ «αἰδὼς δ’ ἐπερρύθμιζεν ἠπιώτατον ἐρύθημα λαμπρῷ προστιθεῖσα χρώματι» Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rougeur de la peau, du visage;
2 rougeur maladive, inflammation.
Étymologie: ἐρυθαίνω.

Greek Monolingual

το (AM ἐρύθημα) ερυθαίνομαι
1. κοκκίνισμα, υπεραιμία του δέρματος του προσώπου που προέρχεται από ντροπή, αιδώ, οργή κ.λπ.
2. υπεραιμία του δέρματος που οφείλεται σε διάφορα παθολογικά αίτια
αρχ.
το κόκκινο χρώμαἐρύθημα ἱματίων», ΠΔ).

Greek Monotonic

ἐρύθημα: -ατος, τό, ερυθρότητα, κοκκινίλα του δέρματος, σε Θουκ.· ἐρ.προσώπου, αναψοκοκκίνισμα, σε Ευρ.· απόλ., ερυθρότητα, κοκκινάδα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐρύθημα: ατος (ῠ) τό
1) краснота (Arst.; τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις Thuc.);
2) рыжая масть (λαγώ Xen.);
3) румянец (προσώπου Eur., Plut. и ἐπὶ τοῦ προσώπου Luc.): ὑποπλησθεὶς ἐρυθήματος, Plut. зарумянившийся, зардевшийся.

Middle Liddell

ἐρύθημα, ατος, τό, [from ἐρυθαίνομαι
a redness on the skin, Thuc.; ἐρ. προσώπου a blush, Eur.:—absol. redness, Xen.