εὔκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔκαρπος:''' <b class="num">1)</b> плодородный, изобилующий плодами ([[γαῖα]], [[χθών]] Pind.; [[χώρη]], [[θέρος]] Soph.; [[ἀγρός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> плодовитый ([[εὔπαις]] καὶ εὔ. HH);<br /><b class="num">3)</b> оплодотворяющий ([[Ἀφροδίτη]] Soph.; [[Δημήτηρ]] Anth.).
|elrutext='''εὔκαρπος:'''<br /><b class="num">1)</b> плодородный, изобилующий плодами ([[γαῖα]], [[χθών]] Pind.; [[χώρη]], [[θέρος]] Soph.; [[ἀγρός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> плодовитый ([[εὔπαις]] καὶ εὔ. HH);<br /><b class="num">3)</b> оплодотворяющий ([[Ἀφροδίτη]] Soph.; [[Δημήτηρ]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 15:55, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκαρπος Medium diacritics: εὔκαρπος Low diacritics: εύκαρπος Capitals: ΕΥΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: eúkarpos Transliteration B: eukarpos Transliteration C: eykarpos Beta Code: eu)/karpos

English (LSJ)

ον,

   A fruitful, of women, h.Hom.30.5; of trees, corn, land, Pi.P.1.30, N.1.14, Pae.2.26, etc.; of sheep, Palaeph.18; φυτά, ζῷα, Ocell.4.9; [χώρη] -οτάτη Hp.Aër.12; εὔ. θέρος S.Aj.671: metaph., -οτάτη ἀρετή Ph.1.647.    II Act., fruitful, fertilizing, ἀήρ Thphr.CP2.3.3; epith. of Aphrodite, S.Fr.847; of Dionysus, AP6.31; of Demeter, ib.7.394 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1073] reich an Früchten, fruchtbar, H. h. 30, 5; γαῖα, χθών, Pind. P. 1, 30 N. 1, 14; θέρος Soph. Ai. 656; στάχυς Eur. Bacch. 750; neben πάμφορος Plat. Ctitia. 110 e; bes. sp. D., φυλλάς Agath. 25 (V, 292). – Akt., fruchtbar machend, Frucht gebend, Δημήτηρ, Διόνυσος, Anth.; Aphrodite, Soph. bei Plut. amat. 13; ἀήρ, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκαρπος: -ον, ἔχων ἄφθονον καρπόν, γόνιμος· ἐπὶ γυναικῶν, εὔπαιδές τε καὶ εὔκαρποι Ὁμ. Ὕμν. 30. 5· ἐπὶ δένδρων, σιτηρῶν, γῆς, Πινδ. Π. 1. 57, Ν. 1. 20· χώρη εὐκαρποτάτη Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· εὔκ. θέρος Σοφ. Αἴ. 671. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τι γόνιμον, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Παρὰ Πλουτ. 2. 756 Ε· τῆς Δήμητρος, κλ. Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en fruits ou qui produit de bons fruits, fertile;
2 qui rend fertile, qui féconde.
Étymologie: εὖ, καρπός.

English (Slater)

εὔκαρπος, -ον
   1 fruitful εὐκάρποιο γαίας μέτωπον (P. 1.30) ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν (N. 1.14) Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον (Pae. 2.26) ]ν εὐκάρπ[ου (supp. Snell, qui χθον]ὸς ex alio frag. papyri add.) fr. 215b. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφόρος, γόνιμος («εὐκάρπου χθονός», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για γυναίκα) αυτή που γεννά πολλά παιδιά, η πολύτοκη
2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, καρποφόρο
3. ως επίθ. της Αφροδίτης, του Διονύσου, της Δήμητρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καρπός].

Greek Monotonic

εὔκαρπος: -ον, άφθονος σε καρπό, καρποφόρος, γόνιμος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.· λέγεται για τη Δήμητρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκαρπος:
1) плодородный, изобилующий плодами (γαῖα, χθών Pind.; χώρη, θέρος Soph.; ἀγρός Plut.);
2) плодовитый (εὔπαις καὶ εὔ. HH);
3) оплодотворяющий (Ἀφροδίτη Soph.; Δημήτηρ Anth.).