εὔμυκος: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔμῡκος:''' громко ревущий (βουκόλια Anth.). | |elrutext='''εὔμῡκος:''' громко ревущий (βουκόλια Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὔ-μῡκος, ον [[μυκάομαι]]<br />[[loud]]-bellowing, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:39, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A loud-bellowing, AP6.255 (Eryc., dub. l.); βουκόλια ib.9.104 (Alph.).
German (Pape)
[Seite 1081] laut brüllend, βουκόλια Alph. 9 (IX, 104); κλισίη, Eryci. 3 (VI, 255); ἠϊόνες probl. arithm. 15 (XIV, 121).
Greek (Liddell-Scott)
εὔμῡκος: -ον, ἠχηρῶς μυκώμενος, Ἀνθ. Π. 6. 255., 9. 104.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mugit fortement.
Étymologie: εὖ, μυκάομαι.
Greek Monolingual
εὔμυκος, -ον (Α)
αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί-μυχος, μεγά-μυκος].
Greek Monotonic
εὔμῡκος: -ον (μυκάομαι), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει δυνατά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔμῡκος: громко ревущий (βουκόλια Anth.).