κλινουργός: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλῑνουργός:''' ὁ Plat. = [[κλινοποιός]]. | |elrutext='''κλῑνουργός:''' ὁ Plat. = [[κλινοποιός]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κλῑν-ουργός, οῦ, [*[[ἔργω]] = [[κλινοποιός]], Plat.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = κλινοποιός, Pl.R.597a.
German (Pape)
[Seite 1454] = κλινοπηγός, Plat. Rep. X, 597 a.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνουργός: ὁ, (*ἔργω) = κλινοποιός, Πλάτ. Πολ. 597Α.
Greek Monolingual
κλινουργός, ὁ (Α)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -ουργός < ἔργον (πρβλ. ερι-ουργός, ταπητ-ουργός)].
Greek Monotonic
κλῑνουργός: ὁ (*ἔργω) = κλινοποιός, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλινουργός -οῦ, ὁ [κλίνη, ἔργον] beddenmaker.
Russian (Dvoretsky)
κλῑνουργός: ὁ Plat. = κλινοποιός.
Middle Liddell
κλῑν-ουργός, οῦ, [*ἔργω = κλινοποιός, Plat.]