κεράμιος: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
(3)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο(ν) (Α [[κεράμιος]], -ία, -ον) [[κέραμος]]<br /><b>1.</b> [[κεράμειος]].<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεράμιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[αγγείο]] από πηλό, πήλινο [[αγγείο]], [[υδρία]] («οἴνου δὲ κεράμια [[χίλια]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεράμιο</i> [[γένος]] ροδοφυκών της οικογένειας ceramiaceae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεράμιος]]<br />ο [[κεραμέας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κεράμιον]]<br />νεκρικὴ [[λάρνακα]], [[σαρκοφάγος]].
|mltxt=-α, -ο(ν) (Α [[κεράμιος]], -ία, -ον) [[κέραμος]]<br /><b>1.</b> [[κεράμειος]].<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεράμιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[αγγείο]] από πηλό, πήλινο [[αγγείο]], [[υδρία]] («οἴνου δὲ κεράμια [[χίλια]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεράμιο</i> [[γένος]] ροδοφυκών της οικογένειας ceramiaceae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεράμιος]]<br />ο [[κεραμέας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κεράμιον]]<br />νεκρικὴ [[λάρνακα]], [[σαρκοφάγος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμιος Medium diacritics: κεράμιος Low diacritics: κεράμιος Capitals: ΚΕΡΑΜΙΟΣ
Transliteration A: kerámios Transliteration B: keramios Transliteration C: keramios Beta Code: kera/mios

English (LSJ)

ὁ,

   A = κεραμεύς, CIG5021, 5028 (Nubia).    II v. κεραμεοῦς.

German (Pape)

[Seite 1420] = κεράμειος, irden, thönern; πλίνθοι κεράμιαι Xen. An. 3, 4, 7; Folgde; oft v. l. für κεράμεος u. κεραμεοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

κεράμιος: ία, ον, = κεράμεος, Στράβ. 17. 2, 3, σ. 402, 21, Διοσκ. 5. 10.

Greek Monolingual

-α, -ο(ν) (Α κεράμιος, -ία, -ον) κέραμος
1. κεράμειος.
2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν)
αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών της οικογένειας ceramiaceae
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. κεράμιος
ο κεραμέας
2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιον
νεκρικὴ λάρνακα, σαρκοφάγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράμιος -α -ον zie κεραμεοῦς.

Russian (Dvoretsky)

κεράμιος: Xen. v. l. = κεράμινος.