λινόκλωστος: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῐνόκλωστος:''' служащий для прядения льна ([[ἠλακάτη]] Anth.). | |elrutext='''λῐνόκλωστος:''' служащий для прядения льна ([[ἠλακάτη]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῐνό-κλωστος, ον<br />[[spinning]] [[flax]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A spinning flax, ἠλακάτη AP7.12.
German (Pape)
[Seite 49] ἠλακάτη, Flachs spinnend, Ep. ad. 524 (VII, 12). Bei Sp. auch = aus Flachs gesponnen.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόκλωστος: -ον, ὁ κλώθων λινάριον, ἠλακάτη Ἀνθ. Π. 7. 12. ΙΙ. ὑφασμένος ἐκ λινῆς κλωστῆς, φᾶρος Θεόδ. Πρόδρ. σ. 162.- Πρβλ. λινουλκός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à filer le lin.
Étymologie: λίνον, κλώθω.
Greek Monolingual
λινόκλωστος, -ον (Α)
αυτός που κλώθει λινάρι («λινόκλωστος ἠλακάτη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ-κλωστος, τρί-κλωστος].
Greek Monotonic
λῐνόκλωστος: -ον, αυτός που κλώθει λινάρι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῐνόκλωστος: служащий для прядения льна (ἠλακάτη Anth.).