μάγευμα: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μάγευμα:''' ατος (ᾰγ) τό<br /><b class="num">1)</b> ворожба, колдовство, волшебство: μαγεύμασιν παρεκτρέπειν ὀχετόν Eur. чарами отклонять ход (событий);<br /><b class="num">2)</b> pl. чары, приворотное зелье (μαγεύματα ἀκολάστων γυναικῶν Plut.).
|elrutext='''μάγευμα:''' ατος (ᾰγ) τό<br /><b class="num">1)</b> ворожба, колдовство, волшебство: μαγεύμασιν παρεκτρέπειν ὀχετόν Eur. чарами отклонять ход (событий);<br /><b class="num">2)</b> pl. чары, приворотное зелье (μαγεύματα ἀκολάστων γυναικῶν Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μάγευμα]], ατος, εος, [μᾰγεύω]<br />a [[piece]] of [[magic]] art; in pl. charms, spells, Eur.
}}
}}

Revision as of 03:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάγευμα Medium diacritics: μάγευμα Low diacritics: μάγευμα Capitals: ΜΑΓΕΥΜΑ
Transliteration A: mágeuma Transliteration B: mageuma Transliteration C: magevma Beta Code: ma/geuma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό,

   A piece of magic art: in pl., charms, spells, E. Supp.1110, v.l. in Hp.Morb.Sacr.18; φάρμακα καὶ μ. ἀκολάστων γυναικῶν Plu.2.752c (pl.).

German (Pape)

[Seite 79] τό, Zaubermittel, βρωτοῖσι καὶ στρωμναῖσι καὶ μαγεύμασιν παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1110, wo früher μαντεύμασι stand, u. M. Anton. 7, 51 μαγγανεύμασι las, nach Plut. Consol. Apoll. p. 339 richtige Lesart. Bes. künstliche Zubereitung der Speisen, εἰς μακελεῖα καὶ κοπίδας καὶ φάρμακα καὶ μαγεύματα καθειργνύμενον ἀκολάστων γυναικῶν, Plut. Amator. 6.

Greek (Liddell-Scott)

μάγευμα: τό, (μᾰγεύω) μαγευτικὸν τέχνασμα, ἢ τέχνης μαγευτικῆς ἀποτέλεσμα· ἐν τῷ πληθ., θέλγητρα, μαγεία, ἀπάτη μαγική, Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· - ἐπὶ τροφῆς ἐντέχνως παρεσκευασμένης, Πλούτ. 2. 752Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
charme magique, sortilège.
Étymologie: μαγεύω.

Greek Monolingual

το (Α μάγευμα)
βλ. μάγεμα.

Greek Monotonic

μάγευμα: -ατος, τό (μᾰγεύω), μαγικό τέχνασμα· στον πληθ., γητειές, μάγια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μάγευμα: ατος (ᾰγ) τό
1) ворожба, колдовство, волшебство: μαγεύμασιν παρεκτρέπειν ὀχετόν Eur. чарами отклонять ход (событий);
2) pl. чары, приворотное зелье (μαγεύματα ἀκολάστων γυναικῶν Plut.).

Middle Liddell

μάγευμα, ατος, εος, [μᾰγεύω]
a piece of magic art; in pl. charms, spells, Eur.