μαλακότης: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(3) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μᾰλᾰκότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> мягкость Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> изнеженность, вялость, слабость Plut. | |elrutext='''μᾰλᾰκότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> мягкость Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> изнеженность, вялость, слабость Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μᾰλᾰκότης, ητος, ἡ, [from μᾰλᾰκός] = [[μαλακία]]<br /><b class="num">I.</b> [[softness]], Plat., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[weakness]], [[effeminacy]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A softness, opp. σκληρότης, Pl.R.523e, Tht.186b, Arist.Mete.382a9, al.; ἡ μ. ὕπνος Herod.6.71; μ. ἱματίων D.L.5.67: in pl., Pl.Cra.432b. 2 of climate, mildness, Thphr.HP3.5.4. II weakness, effeminacy, Plu.Oth.9.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία, ἰδιότης τοῦ μαλακοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκληρότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, Θεαίτ. 186Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Κρατ. 432Β. ΙΙ. ἀδυναμία, ἀσθένεια, ἐκθήλυνσις, Πλουτ. Ὄθων 9.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
mollesse ; au mor. faiblesse.
Étymologie: μαλακός.
Greek Monotonic
μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία·
I. απαλότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. αδυναμία, εκθήλυνση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκότης: ητος ἡ
1) мягкость Plat., Arst.;
2) изнеженность, вялость, слабость Plut.
Middle Liddell
μᾰλᾰκότης, ητος, ἡ, [from μᾰλᾰκός] = μαλακία
I. softness, Plat., etc.
II. weakness, effeminacy, Plut.