λοξότης: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λοξότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> косое направление или кривизна (τοῦ καυλοῦ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> запутанность, неясность (χρησμῶν Plut.). | |elrutext='''λοξότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> косое направление или кривизна (τοῦ καυλοῦ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> запутанность, неясность (χρησμῶν Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λοξότης]], ητος, [from [[λοξός]]<br />[[slanting]] [[direction]], obliquity, Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A obliquity, Str.2.1.37, Placit.5.9.2, Gem.2.24. 2 ambiguity, of oracles, Plu.2.409c.
Greek (Liddell-Scott)
λοξότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, πλαγία διεύθυνσις, πλαγιότης, Στράβ. 90, Πλούτ. 2. 906Β, κτλ. 2) σκολιότης, ἀσάφεια, ἐπὶ χρησμῶν, Πλούτ. 2. 409C.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 direction oblique;
2 fig. ambiguïté.
Étymologie: λοξός.
Greek Monotonic
λοξότης: -ητος, ἡ, πλάγια διεύθυνση, πλαγιότητα, λοξότητα, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
λοξότης: ητος ἡ
1) косое направление или кривизна (τοῦ καυλοῦ Plut.);
2) запутанность, неясность (χρησμῶν Plut.).
Middle Liddell
λοξότης, ητος, [from λοξός
slanting direction, obliquity, Strab.