μονόπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(3)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] mit <b class="b2">einem</b> Falle od. Casus, Gramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] mit [[einem]] Falle od. Casus, Gramm.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:25, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπτωτος Medium diacritics: μονόπτωτος Low diacritics: μονόπτωτος Capitals: ΜΟΝΟΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: monóptōtos Transliteration B: monoptōtos Transliteration C: monoptotos Beta Code: mono/ptwtos

English (LSJ)

ον,

   A with but one case, A.D.Synt.29.1, Porph.in Cat. 62.4.

German (Pape)

[Seite 204] mit einem Falle od. Casus, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπτωτος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον πτῶσιν, Χοιροβοσκ. 1. 370.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόπτωτος, -ον)
γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση
νεοελλ.
(για ρήματα)
αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + πτωτός από θ. πτω- (πρβλ. πτώσις) του πί-πτω (πρβλ. ά-πτωτος, πολύ-πτωτος)].

Russian (Dvoretsky)

μονόπτωτος: грам. однопадежный.