νεοσίγαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεοσίγᾰλος:''' (ῑ) сверкающий новым блеском, ярко блистающий ([[τρόπος]] Pind.).
|elrutext='''νεοσίγᾰλος:''' (ῑ) сверкающий новым блеском, ярко блистающий ([[τρόπος]] Pind.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεο-σί¯γᾰλος, ον [[σιγαλόεις]]<br />new and [[sparkling]], with all the [[gloss]] on, Pind.
}}
}}

Revision as of 04:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσίγᾰλος Medium diacritics: νεοσίγαλος Low diacritics: νεοσίγαλος Capitals: ΝΕΟΣΙΓΑΛΟΣ
Transliteration A: neosígalos Transliteration B: neosigalos Transliteration C: neosigalos Beta Code: neosi/galos

English (LSJ)

[ῑ], ον, (σιγαλόεις)

   A new and sparkling, with all the gloss on, metaph., τρόπος Pi.O.3.4.

German (Pape)

[Seite 244] frisch glänzend, neu funkelnd, τρόπος, Pind. Ol. 3, 4, Schol. νεοποίκιλος.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον, (σιγαλόεις) νέος καὶ ἀποστίλβων, στιλπνός, Πινδ. Ο. 3. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui brille d’un éclat récent.
Étymologie: νέος, σιγαλόεις.

English (Slater)

νεοςῑγᾰλος
   1 shining new (cf. Leumann, Hom. Wörter, 214̆{8}) μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον (O. 3.4)

Greek Monolingual

νεοσίγαλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νέος και αστραφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σιγαλόεις «λείος, στιλπνός». Ο τ. νεοσίγαλος σχηματίστηκε από το σιγαλόεις κατά το σχήμα πολυπαίπαλος: παιπαλόεις.

Greek Monotonic

νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον (σιγαλόεις), νέος και απαστράπτων, με όλη τη λάμψη πάνω του, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

νεοσίγᾰλος: (ῑ) сверкающий новым блеском, ярко блистающий (τρόπος Pind.).

Middle Liddell

νεο-σί¯γᾰλος, ον σιγαλόεις
new and sparkling, with all the gloss on, Pind.