ὀψία: Difference between revisions
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀψία:''' ἡ (sc. [[ὥρα]]) поздний час, вечер NT. | |elrutext='''ὀψία:''' ἡ (sc. [[ὥρα]]) поздний час, вечер NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[ὀψέ]<br />[[ὀψία]] (sc. ὥρα) the [[latter]] [[part]] of day, [[evening]], opp. to [[ὄρθρος]], often also joined with [[δείλη]], [[δείλη]] ἦν ὀψίη Hdt.; περὶ δείλην ὀψίαν Thuc.; δείλης ὀψίας [[late]] in the [[evening]], Dem. Cf. [[δείλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:55, 10 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ιη (sc. ὥρα), ἡ,
A the latter part of day, evening, opp. ὄρθρος, freq. joined with δείλη (q. v.), μέχρι δείλης ὀψίης Hdt.7.167; περὶ δείλην ὀ. Th.8.26; δείλης ὀ. late in the evening, D.57.9; ὀψίας alone, POxy.528.5 (ii A. D.).—Cf. ὄψιος.
German (Pape)
[Seite 432] ἡ, die Späte, der Abend, eigentlich fem. von ὄψιος (w. m. vgl.), sc. ὥρα, N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψία: Ἰων. -ίη (ἐξυπ. ὥρα), ἡ, τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν μέρος τῆς ἡμέρας, ἑσπέρα, ἀντίθ. τῷ ὄρθρος, συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ δείλη (ὃ ἴδε), δείλη ἦν ὀψία Ἡρόδ. 7. 167· περὶ δείλην ὀψίαν Θουκ. 8. 26· δείλης ὀψίας, «ἀργὰ τὸ βράδυ», Δημ. 1301. ἐν τέλ. πρβλ. ὄψιος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
s.e. ὥρα;
dernière partie du jour, soir.
Étymologie: ὄψιος.
Greek Monolingual
ὀψία και ιων. τ. ὀψίη, η (Α)
βλ. όψιος.
Greek Monotonic
ὀψία: Ιων. -ίη (ενν. ὥρα), το ύστερο τμήμα της ημέρας, το απόγευμα, σε αντίθ. προς το ὄρθρος, που συχνά επίσης συνάπτεται με το δείλη· δείλη ἦν ὀψίη, σε Ηρόδ.· περὶ δείλην ὀψίαν, σε Θουκ.· δείλης ὀψίας, αργά το απόγευμα, σε Δημ. πρβλ. δείλη.
Russian (Dvoretsky)
ὀψία: ἡ (sc. ὥρα) поздний час, вечер NT.
Middle Liddell
[ὀψέ]
ὀψία (sc. ὥρα) the latter part of day, evening, opp. to ὄρθρος, often also joined with δείλη, δείλη ἦν ὀψίη Hdt.; περὶ δείλην ὀψίαν Thuc.; δείλης ὀψίας late in the evening, Dem. Cf. δείλη.